Μάνος Χατζιδάκις


Ο Μεγάλος Ερωτικός

Χαρακτηρίστηκε ο πιο λυρικός συνθέτης του Τόπου και ο πιο ευαίσθητος Έλληνας του 20ου αιώνα. Σίγουρα, ήταν ο πιο αισθαντικός μουσικός και μια από τις πιο πολυσχιδείς προσωπικότητες της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Ο Μάνος Χατζιδάκις άφησε το αποτύπωμα της υπερευαίσθητης ψυχής του με ήχους και λέξεις σε δεκάδες έργα. Εν ζωή μετέτρεψε σε λεωφόρο την οδό Ονείρων των Ελλήνων και κληροδότησε στην αιωνιότητα μοναδικά και θεία δημιουργήματα. Τόσο αριστοτεχνικά σκαλισμένα που δίνουν σε εμάς τους μεταγενέστερους την εντύπωση ότι συνομίλησε με τους αγγέλους πολύ πριν ταξιδέψει για τους ουρανούς…

Εκείνος γεννήθηκε για να δράσει στο μεταίχμιο δύο εποχών. Σαν η μοίρα να τον προόριζε να φέρει σε επαφή τον αστικό κόσμο με τους ρεμπέτες και την Ελλάδα με την Ευρώπη και τον κόσμο…

Τα «Παιδιά του Πειραιά» τού χάρισαν ένα Όσκαρ Τραγουδιού και διεθνή αναγνωρισιμότητα. Αν και είχε την τύχη να δει και άλλα τραγούδια του, όπως το «Μην τον ρωτάς τον ουρανό», να περνούν τον Ατλαντικό και να βραβεύονται…

Στην Αμερική ήταν υποψήφιος και για βραβείο Tony για τη μουσική του στη θεατρική διασκευή της ταινίας στην οποία είχαν ακουστεί πρώτη φορά τα «Παιδιά του Πειραιά».

Στην Ευρώπη τιμήθηκε με το βραβείο «Σαρλ Κρος» της Γαλλικής Ακαδημίας. Στην Ελλάδα κέρδισε βραβεία στα Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού και Θεσσαλονίκης. Ο βασιλιάς Γεώργιος τού είχε απονείμει κάποτε και τον Χρυσό Σταυρό…

Στην πραγματικότητα, παράλληλα με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο Μάνος Χατζιδάκις διέγραψε την πιο λαμπρή τροχιά ανάμεσα στους έλληνες συνθέτες στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Με κύριο ποιητή των μελωδιών του τον Νίκο Γκάτσο, συνδημιούργησε αθάνατες μυθολογίες τραγουδιών και ένα πλήθος αριστουργημάτων, με κορυφαίο όλων το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» (1949).

Με τη συμμετοχή σπουδαίων ηθοποιών της εποχής του ανέβασε στην αθηναϊκή σκηνή μια παράσταση-σταθμό στην ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου, την «Οδό Ονείρων» (1962), που έμεινε αλησμόνητη σε χιλιάδες θεατές.

Συνεργάστηκε με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες, όπως ο αμερικανός παραγωγός Κουίνσι Τζόουνς ηχογραφώντας το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» (1965) στις ΗΠΑ· και ο χορογράφος Μορίς Μποζάρ στο ανέβασμα των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη στην Όπερα των Βρυξελλών.

Συνέλαβε και πραγμάτωσε τον κορυφαίο κύκλο τραγουδιών του με θέμα τον έρωτα, τον «Μεγάλο Ερωτικό» (1972), με ερμηνευτές τον Δημήτρη Ψαριανό και τη Φλέρυ Νταντωνάκη.

Είδε ακόμα και τα πιο απλά τραγούδια του να κατακτούν τις καρδιές όλων των Ελλήνων ηχογραφημένα σε δίσκους από την Νάνα Μούσχουρη και τραγουδισμένα σε ταινίες από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Μελίνα Μερκούρη.

Μετά τη μεταπολίτευση διεύθυνε την Κρατική Ορχήστρα και τη Λυρική Σκηνή, και διοργάνωσε αγώνες τραγουδιού σε διάφορα σημεία της Ελλάδας.

Στη δύση της ζωής του ίδρυσε την περίφημη Ορχήστρα των Χρωμάτων, δίνοντας συναυλίες και ρεσιτάλ μέχρι το τέλος…

Έχοντας αφήσει προηγούμενα το στίγμα του και στη ραδιοφωνία, τον Τύπο και τη δισκογραφία. Με το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, το πολιτιστικό περιοδικό «Τέταρτο» και τη δισκογραφική εταιρία «Σείριος».

Ερωτευμένος με τη ζωή, πέθανε ακριβώς όπως γεννήθηκε. Ερωτικός και Μεγάλος…

Δεν είχα παιδικά χρόνια.
Γεννήθηκα κατευθείαν είκοσι ενός χρονών.
Δεν έχω αναμνήσεις, πραγματικά δεν έχω.
Μόνο όνειρα...
Γιατί βλέπετε παρέμεινα είκοσι ενός χρονών.
Κι ένας νέος είκοσι ενός χρόνων ονειρεύεται…



Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ
Θαυματουργικά ιαματική...

Στο πέρασμά του απ’ αυτόν τον κόσμο, ο Μάνος Χατζιδάκις έτυχε της προστασίας της Ευτέρπης, της μούσας της Μουσικής. Κι έγινε ο συνθέτης των αγγέλων. Γι’ αυτό οι μελωδίες του ευωδίαζαν μύρο. Κι οι νότες του έλαμπαν σαν το ουράνιο φως…

Ο λυρισμός της μουσικής του θεωρείται μέχρι σήμερα μοναδικός και αξεπέραστος. Ένας λυρισμός που χαρακτηρίστηκε ερωτικός, τρυφερός, λεπταίσθητος, υποβλητικός, μεγαλεπήβολος, αιθέριος, θαυματουργικός…

Η ευγένεια, η διαύγεια και η αρμονία των μελωδιών του ήταν σε αντιδιαστολή με τον μελοδραματισμό και τη γλυκερότητα όσων επικρατούσαν στην εποχή του. Σαν να γεννήθηκε ξαφνικά από τα αστέρια ο έλληνας Τσαϊκόφσκι. Για να ενορχηστρώσει ευφάνταστα τα ορχηστρικά του αριστουργήματα και έναν θησαυρό από τραγούδια…

Το τραγούδι για μένα ήταν ένας απώτατος και ιερός στόχος
που με εκτόξευσε με πάθος στον ύπνο και στον έρωτα…

Τα τραγούδια του διακρίνονταν για τους συμβολισμούς και την εσωτερική τους δύναμη. Εμπεριείχαν θεϊκά μηνύματα. Ζωγράφιζαν ηχητικά τη Φύση και τον Έρωτα. Και μιλούσαν πάντα κατ’ ευθείαν στην καρδιά του ακροατή. Σαν οι νότες του να ήταν βέλη κι εκείνος ο Γουλιέλμος Τέλλος που ανακάλυψε τις μελωδίες πίσω απ’ το ουράνιο τόξο…

Ο χρόνος απέδειξε πόσο ισχυρό ήταν το μουσικό του ένστικτο. Δεν ήταν ένας αριστούχος μουσικός των ωδείων αλλά ένας αυτοδίδακτος συνθέτης. Όποιο πλήκτρο κι αν άγγιζε με τα δάχτυλά του εκείνο ευλογείτο. Γι’ αυτό ως πιανίστας θαυματουργούσε. Και οι νότες έρρεαν από μέσα του όπως αναβλύζει το νερό από την τρεχούμενη πηγή…

Οι ρίζες μου βρίσκονται στην άνυδρη γη
για να μην ξεδιψάνε ποτέ και να μην ησυχάζουν...

Ο Χατζιδάκις ήταν ένας Οδυσσέας Ελύτης του πενταγράμμου. Μας χάρισε με τις μελωδίες του τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Και μας έδειξε πώς είναι ο Παράδεισος. Αυτόν που προσδοκά κάθε ψυχή με τη σωτηρία της…

Τα τραγούδια του έμοιαζαν με προσευχές στον ουρανό. Δεν ήταν μόνο ποιητικά τα λόγια που μελοποίησε. Ήταν ποιητική και η μουσική του. Γι’ αυτό και ο ακροατής δραπέτευε αμέσως με τα μοτίβα του προς τη βιβλική Εδέμ…

Εκείνος σαν να μας ξύπνησε με τη μουσική του από το πιο όμορφο όνειρο. Για να το μελοποιήσει και να το κάνει πραγματικότητα. Ήθελε να μας οδηγήσει στην καρδιά της μελωδίας και τα κατάφερε…

Μας έκανε να ξαναγεννηθούμε και να ξαναζήσουμε τη χαμένη αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Ήταν τόσο ανυπόκριτη η ευαισθησία του όπως αποτυπώθηκε στο πεντάγραμμο, που ήταν αδύνατον να μην την κοινωνήσουμε. Γι’ αυτό όποτε οι νότες του ζωντανεύουν ως ήχος στα αυτιά μας, είναι σαν να μεταλαμβάνουμε...


Οι μελωδίες του εξακολουθούν να αποτελούν το απόλυτο βάλσαμο. Ακόμα και χωρίς λόγια είναι θαυματουργικά ιαματικές. Στο άκουσμα μόνο του «Βαλς των χαμένων ονείρων» ή του «Χαμόγελου της Τζοκόντας» μπορούν να γιατρέψουν κάθε πληγωμένη καρδιά…

Ο Μάνος Χατζιδάκις εξέπεμψε το φως και σκόρπισε τη γαλήνη με τη θεία μουσική του. Έγινε εν ζωή ένας άγιος του πενταγράμμου. Και κατατάχθηκε μετά θάνατον στο μουσικό συναξάρι του 20ου αιώνα…

Υστερόγραφο:
Μήπως δεν είναι τυχαίο ότι τα αρχικά του ήταν Μ.Χ.; Από τότε που “έφυγε” ζούμε στη μετά Χατζιδάκι εποχή…

Σηκώθηκα από το πιάνο και πλησιάζω τον καθρέφτη.
Ήμουνα ξαναμμένος.
Είδα το είδωλό μου να κρατά φτερά του παγωνιού
και δροσερούς καρπούς του Θέρους.
Κι είπα από μέσα μου: Είμαι ο Λαχειοπώλης τ’ Ουρανού.
Μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά κι αγγέλους.
Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία.
Βάση ρευστή για τη δημιουργία.
Κι αποφασίζω ευθύς την πιο μεγάλη μου πράξη.
Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και στο άπειρο…



ΧΑΡΤΙΝΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ
Το αριστούργημα των αριστουργημάτων…

Οι πρώτοι στίχοι του Νίκου Γκάτσου που έγιναν τραγούδι μελοποιήθηκαν από τον Μάνο Χατζιδάκι. Ένα τραγούδι που ο χαρακτηρισμός «αριστούργημα» φαίνεται να μην αρκεί για να περιγράψει την ηχητική του μαγεία. Ακριβοδίκαια, το αριστούργημα των αριστουργημάτων. Κατά γενική ομολογία, το πιο ερωτικό τραγούδι της Ελλάδας. Ίσως και το κορυφαίο όλων των εποχών. Διεκδικώντας τον τίτλο από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη

Η ιστορία του είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Γράφτηκε το 1948, όταν ο συνθέτης του ήταν μόλις 23 χρονών. Όντας γεννημένος να μεγαλουργήσει από την αρχή της νεότητάς του λόγω θεόσταλτου χαρίσματος. Και ο Νίκος Γκάτσος, αν και μεγαλύτερος του, κι εκείνος νέος και αμιγώς ποιητής. Ήταν η πρώτη-πρώτη τους συνεργασία και κατά μοιραία σύμπτωση εκείνη που θα σημάδευε την ιστορία του πενταγράμμου. Χαράσσοντας ανεξίτηλα τις νότες και τα λόγια τους μ' ένα τραγούδι για ένα χάρτινο φεγγάρι…

Θα το τραγουδούσε τον επόμενο χρόνο η Μελίνα Μερκούρη ως θεατρική Μπλανς Ντιμπουά. Στο έργο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Σκηνοθετημένη από τον Κάρολο Κουν στην παράσταση του θεάτρου Τέχνης.

Αν και ο Γκάτσος είχε στηριχτεί στους αγγλικούς στίχους των Yip Harburg και Billy Rose που ακούγονταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» δεν ήταν σε καμία περίπτωση διασκευή του «It’s Only a Paper Moon». Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη του Harold Aren.


Άλλωστε, το ολοκαίνουργιο τραγούδι των Χατζιδάκι-Γκάτσου είχε μία δυναμική που ξεπερνούσε το σανίδι και τη σπουδαία παράσταση από την οποία είχε ξεπηδήσει. Εκεί το ερμήνευε η Μελίνα κατεβαίνοντας αργά τη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα μιας νεοϋρκέζικης λαϊκής πολυκατοικίας. Μαγεύοντας τους θεατές με την αλήθεια της...

Σίγουρα, ολόκληρη η Μπλανς είχε σφραγιστεί από την πληθωρική ηθοποιό. Ένα τραγούδι μετρήσιμων δευτερολέπτων, όμως, έμελλε να μη χαθεί με το πέρας των παραστάσεων. Κι εκείνη να αποκτήσει τα πρωτεία της ιστορίας στην ερμηνεία του. Πριν μυθοποιηθεί αυτόνομο...

Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη η ακρογιαλιά.
Αν με πίστευες λιγάκι,
όνειρο δεν θα ’ταν πια.

Δίχως τη δική σου αγάπη
γρήγορα περνάει ο καιρός.
Δίχως τη δική σου αγάπη
είν’ ο κόσμος πιο πικρός.

Χάρτινο το φεγγαράκι
και σαν όνειρο περνά.
Αν με πίστευες λιγάκι,
θα ’ταν όλα αληθινά.

Για περίπου δέκα χρόνια το τραγούδι παρέμενε ακυκλοφόρητο από την επίσημη δισκογραφία. Υπήρχαν μόνο οι αναμνήσεις των θεατών και η ραδιοφωνική εκδοχή του έργου για να το θυμίζει...


«Εκείνο τον καιρό δεν φανταζόμασταν ότι μπορούσε ποτέ ο κόσμος να τραγουδάει: “Χάρτινο το φεγγαράκι / ψεύτικη η ακρογιαλιά”¨» θα δήλωνε μεταγενέστερα ο Χατζιδάκις. «Ήταν η εποχή που όλοι τραγουδούσαν “Να το πάρεις το κορίτσι / μην το παιδεύεις” – η αποθέωση του μικροαστισμού. Τα δικά μας τραγούδια τα τραγουδούσαν οι φίλοι μας μόνο» θυμόταν ο δημιουργός του…

Σίγουρα, το «Φεγγαράκι» ήταν ένα τραγούδι-σταθμός στη μουσική ιστορία. Με βαθύ-βαθύτατο συναισθηματισμό σε μια εποχή που επικρατούσε μάλλον ο ρηχός του ελαφρού. Ο τελευταίος, αν και διασκέδαζε ευχάριστα, δεν άγγιζε τα ενδόμυχα της ψυχής του ακροατή. Κι αυτό καθιστούσε το «Φεγγαράκι» μοναδικό και καινοτόμο για τη μεταπολεμική Ελλάδα.


Το 1958 θα ηχογραφείτο για πρώτη φορά σε δίσκο. Με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Έκτοτε θα γινόταν το φινάλε κάθε συναυλίας της. Η ταυτότητά της στην Ελλάδα και το διαβατήριο της για να κατακτήσει τον κόσμο. Σε εκείνη την ηχογράφηση ο στιχουργός θα προσέθετε για πρώτη φορά το κουπλέ στο ρεφραίν του θεατρικού τραγουδιού:

Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά
να σου φιλούν το χέρι.

Και θα μετέτρεπε τον κόσμο από «πικρό» σε «μικρό», συμπτύσσοντας δύο παραγράφους του ρεφραίν σε μία με την παράλειψη του «ονείρου».

Αν τα τραγούδια μέχρι το «Φεγγαράκι» ήταν μονοδιάστατα, το «Φεγγαράκι» είχε τόσες διαστάσεις που δεν παρέμενε τραγούδι στ’ αυτιά του ακροατή. Γινόταν ένα ολιγόλεπτο κινηματογραφικό έργο, μια μικρή θεατρική πράξη. Όποιος το άκουγε έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του ένα θαύμα των Χατζιδάκι-Γκάτσου. Τη θάλασσα να φέρνει πουλιά και το αγέρι χρυσά άστρα. Τα μαλλιά του να χαϊδεύονται και το χέρι του να φιλιέται από πουλιά και άστρα. Την ακρογιαλιά να μη φαίνεται ψεύτικη. Και το φεγγάρι από χάρτινο να γίνεται αληθινό…


Το φεγγάρι σε αυτόν τον τόπο είναι κοντά στους ανθρώπους.
Και κυρίως στους νέους.
Κάθε φορά που το φεγγάρι κάνει έναν κύκλο τη νύχτα
όλα παίρνουν ένα αληθινό πρόσωπο, ακόμη και το φεγγάρι.
Κοιτάξτε ένα χάρτινο φεγγάρι. Ο έρωτας θα το κάνει πραγματικό…



ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Ένα Όσκαρ σε… Ελληνικό Τραγούδι!

Ο Χατζιδάκις έγραψε πολλά χαρούμενα τραγούδια για τον κινηματογράφο, τα οποία τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα πολύ ευχάριστα. Ένα όμως έμελλε να περάσει πάνω από τον Ατλαντικό, να φτάσει στα Όσκαρ και να χαρίσει στον δημιουργό του το χρυσό αγαλματίδιο και την παγκόσμια φήμη. Ένα τραγούδι που ταυτίστηκε απόλυτα με την Ελλάδα και έγινε γνωστό σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Είχε γραφτεί για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ζυλ Ντασέν. Σ’ αυτήν η Μελίνα Μερκούρη υποδυόταν μια κοινή γυναίκα, την Ίλυα, που δεν δεχόταν πελάτες την πρώτη ημέρα της εβδομάδας. Στον Πειραιά, όπου εκτυλισσόταν η δράση, έρχονταν πολλοί τουρίστες, ένας εκ των οποίων ήταν ο διανοούμενος Όμηρος (Ζυλ Ντασέν), που επισκεπτόταν την Ελλάδα απ’ την Αμερική. Στην επίμαχη σκηνή η πρωταγωνίστρια έβαζε το πικάπ να παίζει, έβλεπε τους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού σε φωτογραφία και με ένα τσιγάρο στο χέρι τραγουδούσε τα «Παιδιά του Πειραιά». Χόρευε με ρωμαίικη λεβεντιά και οι κόρες των ματιών της διαστέλλονταν καθώς πρόφερε συλλαβιστά τα λόγια του κουπλέ…


Aπ’ το παράθυρό μου στέλνω
ένα, δύο και τρία και τέσσερα φιλιά
που φτάνουν στο λιμάνι
ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά.

Πώς ήθελα να είχα ένα και δύο
και τρία και τέσσερα παιδιά
που σαν θα μεγαλώσουν όλα
θα γίνουν λεβέντες για χάρη του Πειραιά.

Όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω άλλο λιμάνι
τρελή να με ’χει κάνει, όσο τον Πειραιά
που όταν βραδιάζει, τραγούδια μ’ αραδιάζει
και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά.

Από την πόρτα μου σαν βγω
δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ
και σαν το βράδυ κοιμηθώ
ξέρω πως θα τον ονειρευτώ.

Πετράδια βάζω στο λαιμό
και μια χάντρα φυλακτό
γιατί τα βράδια καρτερώ
στο λιμάνι σαν βγω
κάποιον άγνωστο να βρω.

Ο Χατζιδάκις θυμόταν υπό ποιες συνθήκες έγραψε τα λόγια και τη μελωδία: «Ο Ντασέν ήθελε ένα τραγούδι μέσα που να αγκαλιάζει όλες τις σκηνές και βέβαια να το ερμηνεύει η Μελίνα. Είχα έτοιμο το “Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι”. Ωστόσο, δεν ήταν αυτό που ενθουσίασε τον Τζούλη. Έγραψα την “Προδοσία” που ερμηνεύεται απ’ όλους, μα ούτε αυτό ήταν που τον σφράγισε. Μια μελωδία μου απ’ τον Αριστοφάνη “Πλούτος” έγινε κι αυτή μέρος της μουσικής του “Ποτέ την Κυριακή”, ώσπου σε μια πρόβα με τους μουσικούς και με τον Ζαμπέτα δίπλα μου παίζω την εισαγωγή απ’ τα “Παιδιά του Πειραιά”. Συνεχίζω βάζοντας και τα λόγια έτσι, σαν παιχνίδι, σαν διάλειμμα. Ο Ζαμπέτας ενθουσιάζεται, το περνά στο μπουζούκι κι όταν φωνάζουμε μέσα τον Τζούλη και τ’ ακούει, παίρνει φωτιά. “Αυτό είναι”, φώναξε, “Μάνο, αυτό είναι”! Έτσι γράφτηκαν τα “Παιδιά του Πειραιά”, χωρίς βέβαια να γνωρίζει κανείς μας τι θα ακολουθούσε».

«Τι είναι αυτό, ρε Μανόλη; Αυτό δεν είναι τραγούδι, Μάνο μου. Είναι φανταστικό πράγμα. Δεν μου έχει ξανασυμβεί να πιάσω στα χέρια μου τέτοιες νότες. Τόσα χρόνια παίζω κι ακούω, αλλά αυτό το κομμάτι είναι πολύ μυστήριο, μου μυρίζει πολλά εκατομμύρια… Αυτό βρομάει εκατομμύρια!» είχε πει προφητικά ο Γιώργος Ζαμπέτας στον δημιουργό του καθώς μάθαινε να το παίζει στο μπουζούκι του για να το ηχογραφήσουν.

Η Νάνα Μούσχουρη θυμόταν επίσης την επίσκεψη της στο σπίτι του συνθέτη, για να το τραγουδήσει δοκιμαστικά πριν η Μελίνα το ηχογραφήσει: «Όταν φτάσαμε στην οδό Μάνου –ναι, είχε το όνομά του–, πέρασα βιαστικά την καγκελένια κι έπειτα την ξύλινη πόρτα. Ο Μάνος καθόταν στο πιάνο γεμάτος οίστρο και δημιουργική ζωντάνια, με το τσιγάρο στο τασάκι και τον καφέ δίπλα. […] “Τι στέκεσαι;”, μου είπε. “Έλα κοντά. Έχουμε δουλειά!”. Και αμέσως μου ζήτησε να αρχίσω να τραγουδώ μαζί του τα πρώτα μέτρα μιας μελωδίας που δημιουργούσε ακριβώς εκείνη τη στιγμή – μια μελωδία ολοδική του, κι όμως τόσο λαϊκή, χαρούμενη και γλυκόπικρη, σαν τη χαρά της ζωής. “Και τώρα πες: Απ’ το παράθυρό μου στέλνω…”, με παρότρυνε αδημονώντας. Κι έπειτα, “Θαυμάσια! Θαυμάσια!” αναφωνούσε καθώς με άκουγε να τον σιγοντάρω. Κι όταν βεβαιώθηκε ότι αυτό ήταν, ότι είχε πια ανακαλύψει το τραγούδι που του έλειπε, έτρεξε να τηλεφωνήσει στη Μελίνα και στον Ντασέν, που θα κατέφθανε λίγο αργότερα μαζί της, με το σακάκι πάνω από τις παντόφλες του. Καθίσαμε όλοι γύρω από το πιάνο και ο Μάνος έπαιξε το “Ποτέ την Κυριακή” με ενθουσιασμό και αγαλλίαση. “Μάνο μου, είσαι σπουδαίος!”, του είπε με όλη της την καρδιά η Μελίνα, ενώ ο Ντασέν γελούσε κοιτάζοντάς τους πίσω από το κάδρο που σχημάτιζε με τα δάχτυλά του, όπως συνηθίζουν οι σκηνοθέτες. Την επόμενη στου Φλόκα, παίζοντας το αγαπημένο ποιητικό παιχνίδι με τον Γκάτσο, τελειοποίησε και τους στίχους: “Να πως αρχίζω”, είπε στον Νίκο: “Απ’ το παράθυρό μου στέλνω ένα και δύο και τρία και τέσσερα φιλιά, που φτάνουν στο λιμάνι ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά. Η Μελίνα παίζει μια ανεξάρτητη, ερωτική γυναίκα και τα φιλιά ταιριάζουν με τα πουλιά, που είναι το σύμβολο της ελευθερίας”. Συνήθως οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούμε ποια είναι εκείνη η μικρή στιγμή που ορίζει μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας. Πρέπει να περάσει καιρός, να κοιτάξουμε πίσω για να την ανακαλύψουμε. Όμως, εκείνο το ξημέρωμα στην οδό Μάνου, στον κόσμο του Μάνου, η στιγμή που άλλαξε τη νεανική ζωή όλων μας ήταν πολύ λαμπερή για να την αγνοήσουμε».

Το τραγούδι έκανε μια τρελή καριέρα και μετά την ταινία, η οποία είχε επίσης τεράστια επιτυχία και διεκδίκησε συνολικά πέντε Όσκαρ. Τα «Παιδιά του Πειραιά» κέρδισαν το Όσκαρ Τραγουδιού – το πρώτο μη αγγλόφωνο τραγούδι στην ιστορία των Όσκαρ που κατόρθωνε κάτι τέτοιο και το μοναδικό για σχεδόν μισό αιώνα! Ο Μάνος Χατζιδάκις απουσίαζε από την τελετή και το τι έγινε το χρυσό αγαλματίδιο έχει περάσει από τότε στη σφαίρα του μύθου…


Σε όλες τις συνεντεύξεις του ο δημιουργός του εκδήλωνε μια αποστροφή για το συγκεκριμένο τραγούδι. Ήταν όμως αδικαιολόγητη; Ο Χατζιδάκις ταυτίστηκε μ’ αυτό με έναν τρόπο που χαρακτηρίστηκε ασφυκτικός. «Δεν είμαι εγώ υπεύθυνος που τα “Παιδιά του Πειραιά” έκαναν αυτήν την επιτυχία που με κυνηγάει όπου κι αν πάω λες και όλο το έργο μου είναι αυτό το τραγούδι. Υπεύθυνη γι’ αυτό είναι η Μελίνα, είναι ο Ντασέν, όχι εγώ» δήλωνε. «Έγραψα ένα τραγουδάκι και η βιομηχανία το προώθησε ως εκεί πέρα, ώστε να πάρει μεγάλη αγοραστική αξία» σχολίαζε δηκτικά. «Για τον “Μεγάλο Ερωτικό” δεν μου πρότειναν κανένα βραβείο και όμως είναι πολύ σημαντικό έργο» έλεγε χαρακτηριστικά. «Δεν είναι το ωραιότερο τραγούδι που έχω γράψει. Ή τουλάχιστον έτσι όπως παίζεται δεν είναι το ωραιότερο τραγούδι που ακούγεται. Άλλες δυνάμεις το κάνανε παγκόσμιο και το ξέρουμε αυτό. Γι’ αυτό και αποφάσισα μάλιστα να το χαρίσω στην Μελίνα Μερκούρη, είπα ότι είναι δικό της και όχι δικό μου» κατέληγε.


Σε κάθε περίπτωση, η εμπορική επιτυχία του τραγουδιού ήταν σαρωτική. Για την ακρίβεια, τα «Παιδιά του Πειραιά» συμπεριλήφθηκαν στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα και βραβεύτηκαν γι’ αυτό στο Αμβούργο το 1987. Σήμερα οι διασκευές του τραγουδιού σ’ όλον τον κόσμο εκτιμάται ότι έχουν ξεπεράσει τις 200…


Θα ανέμενε κανείς ότι τότε θα είχαν αποφέρει στον συνθέτη μυθώδη κέρδη. Εκείνος, όμως, είχε κάνει το εγκληματικό λάθος να πουλήσει τα δικαιώματα του τραγουδιού στον μουσικό εκδότη Έντυ Μπάρκλεϋ. Με ένα ικανοποιητικό για την εποχή ποσό, που όμως θα αποδεικνυόταν ελάχιστο σε σχέση με τα έσοδα που θα εισέπραττε αν κρατούσε τα δικαιώματα. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, ο Χατζιδάκις έχασε περίπου 100 εκατομμύρια δραχμές. «Παραχώρησα τα ποσοστά του “Ποτέ την Κυριακή” έναντι πινακίου φακής, νομίζοντας ότι έτσι θα αποβάλω τη μάταιη δόξα του Όσκαρ που ποτέ μου δεν ονειρεύτηκα. Τελικά δεν πέτυχα τίποτα» παραδεχόταν ο ίδιος.

Κάθε Παιδί του Πειραιά έγινε μια νότα στο πεντάγραμμο που λούστηκε στο φως από τον ήλιο-οίστρο του Χατζιδάκι. Τα χείλη της Μελίνας θα την αναγεννούσαν στην οθόνη και στο βινύλιο. Έτσι που όλα τα Παιδιά του Πειραιά να γίνουν το πιο αντιπροσωπευτικό τραγούδι μιας ολόκληρης χώρας. Με εκατομμύρια ανθρώπους απ’ όλον τον κόσμο να αναζητούν πού είναι το λιμάνι που γεννήθηκαν λεβέντες…



ΟΔΟΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
Μια θρυλική παράσταση...

To καλοκαίρι του 1962 ο Μάνος Χατζιδάκις μετατρέπει τη λεωφόρο Αλεξάνδρας σε θεατρική λεωφόρο ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Ανεβάζει μια μουσικοθεατρική παράσταση σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού που αφήνει εποχή. Στο θερινό θέατρο Μετροπόλιταν αναπαράγει με μελωδίες και λόγια τα όνειρα που αντλεί από τους απλούς ανθρώπους. Εκτός από τους αμέτρητους ανώνυμους θεατές, η αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας περνάει από τις πρώτες θέσεις του θεάτρου. Μεταξύ άλλων ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο διάδοχος Κωνσταντίνος και η Μελίνα Μερκούρη. Για να παρακολουθήσουν την παράσταση που σκηνοθετεί ο συνθέτης των «Παιδιών του Πειραιά» επισκέπτονται την Αθήνα ανταποκριτές του ξένου τύπου, αλλά και προσωπικότητες όπως ο Ελία Καζάν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Τζέιν Φόντα, ο Φρέντρικ Μαρτς, ο Κλιφ Ρίτσαρντ και η Τζίνα Μπαχάουερ.


«Η ιδέα ξεκίνησε από κάποια σκίτσα που μου έφερε να δω ο φίλος μου ο Μίνως Αργυράκης. Τότε συνέλαβα την ιδέα να γράψω ένα μπαλέτο που θα διαρκούσε μία ώρα» θυμόταν ο δημιουργός. «Αργότερα, βλέποντας κι άλλα σκίτσα του Αργυράκη με το ίδιο θέμα, τους έδωσα και τον τίτλο “Οδός Ονείρων”, σκεπτόμενος πως θα μπορούσε να γίνει μια θαυμάσια θεατρική παράσταση» προσέθετε. «Στην Οδό Ονείρων πραγματοποιείται για μια στιγμή το όνειρο μιας ομάδας ανθρώπων που κατοικούν σε μια τυπική αθηναϊκή γειτονιά. Τα σκετς, που είχαν μια ποιητική διάθεση, είχαν γραφτεί από μένα, κάποια ήταν στιγμές κεφιού του Αργυράκη και του Αλέξη Σολομού, όπως είχαμε μοιραστεί και τους στίχους των τραγουδιών, και βέβαια από μια τέτοια εργασία δεν θα μπορούσε να λείπει ο Νίκος Γκάτσος. Όλα αυτά αποτελούσαν ένα ιδιότυπο θέαμα, κάτι που εκπροσωπούσε τον μουσικό εαυτό μου. Ήθελα να κάνω μια παράσταση μακριά από αυτά που τότε συνηθίζονταν» εξηγούσε.

Όντως η «Οδός Ονείρων» ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της, γι’ αυτό και ήταν αναπόφευκτο να γραφούν τότε αρνητικές κριτικές. Όσοι αρτηριοσκληρωτικοί τις έγραψαν δεν μπορούσαν, βέβαια, να συλλάβουν την καινοτομία της, το υπερρεαλιστικό στοιχείο του έργου και τη δύναμη των μελωδιών του συνθέτη στα πρωτότυπα σκετς.

Καθώς δεν έμοιαζε με καμία προηγούμενη παράσταση, δεν μπορούσε να καταταγεί σαφώς και σε κάποιο από τα γνωστά μέχρι τότε είδη. Ήταν ένα μουσικό θέατρο που δεν ήταν ακριβώς μιούζικαλ, ούτε ακριβώς επιθεώρηση. Γι’ αυτό θεωρείται ακόμα και σήμερα σταθμός στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.

Παρουσιαστής της ήταν ο Δημήτρης Χορν. Ο κορυφαίος έλληνας ηθοποιός στον ρόλο του περιπλανώμενου φωτογράφου κατέγραφε με τον φακό του τις ιστορίες των κατοίκων της αθηναϊκής γειτονιάς. Στους θεατές που είχαν την τύχη να την παρακολουθήσουν έμειναν αξέχαστες οι σκηνές. Κυρίως επειδή εξέπεμπαν μια αδιόρατη αύρα μελαγχολίας. Η οποία, μάλιστα, διατηρείτο από την αρχή έως το τέλος του έργου. Σ’ αυτά τα κομβικά σημεία ακουγόταν η φωνή του Χατζιδάκι με υπόκρουση τον νοσταλγικό ήχο της λατέρνας και εκείνον να αφηγείται τη συλλογή των ονείρων…


«Απ’ τη στιγμή που αποφάσισα να αναμειχτώ σ’ ένα είδος θεάτρου που καμία σχέση δεν έχει με τα είδη στα οποία ως τώρα έχω κινηθεί, έπρεπε να βρω τον τρόπο που θα μπορούσα να χωρέσω» έλεγε ο ίδιος. «Η “Οδός Ονείρων” με παρουσιάζει λεπτό, ευγενικό, απλό, ευαίσθητο κι έξυπνο. Βεβαίως, όλα αυτά τα προτερήματα τα έχω μόνο στην “Οδό Ονείρων”. Γιατί είμαι σίγουρος πως αν περάσουν και τη δουν, θα μ’ αγαπήσουν πολύ» προέβλεπε.

«Η μουσική αυτή παράσταση ήταν η πραγματοποίηση ενός παλιού ονείρου του Μάνου Χατζιδάκι, ονειροπαρμένου ακόμα τότε και παραγωγικότατου σε ονειρώδη τραγούδια» έγραφε ο Αλέξης Σολομός. «Ήθελε να παρουσιάσει μια ρωμαίικη γειτονιά, όπου όλοι οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι νέοι γελούνε, κλαίνε, τραγουδούν, χορεύουν και φυσικά ονειρεύονται» εξηγούσε ο σκηνοθέτης της. «Με ένα λαμπρό επιτελείο συνεργατών, λιμπρετίστες και μυαλοπωλήδες, φιλοδόξησε να μοιραστεί το όνειρό του με το ελληνικό κοινό και το πέτυχε. Η “Οδός Ονείρων” άφησε πίσω της έναν πραγματικό θρύλο» προσέθετε.


Η παρλάτα «Ο Ηθοποιός» ερμηνεύεται συγκλονιστικά από τον Δημήτρη Χορν στη σκηνή. Η μαγική «Οδός Ονείρων» από τον Γιώργο Μαρίνο, το ατμοσφαιρικό «Έφυγε το Τρένο» από τη Ζωή Φυτούση, η τρυφερή «Μανούλα μου» και ο νοσταλγικός «Κυρ Μιχάλης» από τον Λάκη Παππά και το τανγκό «Η Μαύρη Φορντ» από τη Μάρω Κοντού. Τα τραγούδια περνούν μαζί με το έργο στην ιστορία, αλλά έκτοτε συνεχίζουν να ακούγονται γνωρίζοντας παράλληλα νέες εκτελέσεις. Όντας εκ φύσεως προορισμένα να μαγέψουν και τους αγέννητους τότε ακροατές. Τους γεννημένους δεκαετίες ολόκληρες μετά το ανέβασμα της μυθικής παράστασης…

Περπατώντας όλη την «Οδό Ονείρων» ο Χατζιδάκις δεν σκιαγράφησε απλώς με λεπτό χιούμορ τη μεταπολεμική Αθήνα, η οποία βρισκόταν τότε σε εμβρυακό στάδιο μετασχηματισμού της σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Καθώς εκείνος ήταν προικισμένος με μοναδικό ταλέντο να περιγράφει με νότες και στίχους όποιο θέμα καταπιανόταν, πέτυχε κάτι πολύ περισσότερο. Να γίνει ένας αριστοτέχνης ηθογράφος των καιρών του, βάζοντας στην κορυφή τα όνειρα. Ό,τι, δηλαδή, ήξερε να μελοποιεί καλύτερα από κάθε άλλον…






Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ
Ο μονάκριβος “γιος” του...

Το 1972 κυκλοφορεί το πρώτο έργο του Χατζιδάκι μετά την εξαετή παραμονή του στην Αμερική και είναι ένα αληθινό έπος. Μία πραγματεία για τον έρωτα. Αλλά όχι μία οποιαδήποτε. Η κορυφαία όλων. Αυτήν στην οποία οφείλει περισσότερο ο δημιουργός του τον χαρακτηρισμό «ερωτικός». Ο πιο μεγάλος ερωτικός…

Σ’ αυτό του το έργο ο συνθέτης μελοποιεί ερωτικά ποιήματα από την αρχαιότητα ως τη νεότερη εποχή. Από τη Σαπφώ, τον Ευριπίδη και τον Σολομώντα έως τον Σολωμό, τον Καβάφη και τον Ελύτη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, το ερέθισμα για τη γέννηση του «Μεγάλου Ερωτικού» ήταν η «Μήδεια» του Ευριπίδη: «Από εκεί ξεκίνησα, διαβάζοντας το στάσιμο “Έρωτα Εσύ”. Αυτό ήταν η αφετηρία, το ξεκίνημα της ιδέας ώστε να κάνω ένα κύκλο τραγουδιών που να μιλάει για τον Έρωτα αλλά μέσα από την ελληνική παράδοση». Η μελοποίηση του ποιήματος «Σ’ αγαπώ» ήταν ένας επιπλέον λόγος: «Είχα ένα αίσθημα ενοχής σε μια θαυμάσια γυναίκα, τη Μυρτιώτισσα, μητέρα του Γιώργου Παππά, του μεγάλου ηθοποιού, ο οποίος ήταν και πολύ στενός μου φίλος. […] Μια δεδομένη στιγμή, άρρωστη στο νοσοκομείο, μου στέλνει το “Σ’ αγαπώ”, το περίφημο ποίημά της, για να κάνω μουσική, μαζί μ’ ένα πολύ συγκινητικό γράμμα. Τότε είπα ότι θα πάω αμέσως να τη δω, αλλά δεν πήγα και, με την επιπολαιότητα που χαρακτηρίζει τους νέους, το ξέχασα. Βρέθηκα στην Αμερική όπου, διαβάζοντας ότι πέθανε η Μυρτιώτισσα, μου ήρθε στο νου η παράλειψή μου και βρήκα το γράμμα της και το ποίημα, κι αισθάνθηκα όλες τις τύψεις ενός ανθρώπου που, σαν νέος, κάνει τέτοιου είδους αστοχίες και επιπολαιότητες. Θέλησα να γράψω μουσική εκ των υστέρων γι’ αυτό το ποίημα της Μυρτιώτισσας, το πιο γνωστό στις παλαιότερες γενιές. Για να το συμπεριλάβω όμως κάπου, έπρεπε να κάνω έναν ολόκληρο Ερωτικό. Κι έτσι αποφάσισα να επιλέξω ποιήματα από τη Σαπφώ μέχρι τις μέρες μας, για να συμπεριληφθεί και το “Σ’ αγαπώ” της Μυρτιώτισσας. Κι έκανα τον “Μεγάλο Ερωτικό”. Νομίζω ότι πέτυχα ένα ωραίο έργο και, κατά βάθος, της ανήκει εξ ολοκλήρου. Αν ανήκει σε κάποιον ο “Μεγάλος Ερωτικός”, δικαιωματικά ανήκει στη μνήμη της Μυρτιώτισσας».


Αν και ο Χατζιδάκις είχε ήδη προηγούμενα αφήσει το στίγμα του στο ελληνικό τραγούδι γράφοντας με τον Νίκο Γκάτσο ερωτικά τραγούδια υψηλής αισθητικής, η μελοποίηση των ποιητών στον «Μεγάλο Ερωτικό» ήταν που τον κατέστησε ισοϋψή μουσουργό με τον Μίκη Θεοδωράκη – περισσότερο γνωστό για τις επικές μελοποιήσεις εμβληματικών ποιητικών έργων. Ο έμμετρος λόγος των κορυφαίων ποιητών της ιστορίας έμελλε όμως να αναγεννηθεί και με τις χατζιδακικές νότες. Το ηχητικό αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία…


Εν συνόλω, ο «Μεγάλος Ερωτικός» εξακολουθεί να θυμίζει μία θεία λειτουργία. Οι ακροατές καλούνται να τον ακούσουν με θρησκευτική ευλάβεια και πίστη. Ο τελετουργικός χαρακτήρας του έργου, άλλωστε, είχε ξεκινήσει από την ηχογράφηση. Ο ιερέας είχε επιλέξει δύο άγνωστους ψαλμωδούς για να τιμήσει την παρθενία τους. Τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό. Και οι δύο ύμνησαν τον Έρωτα σαν άγγελοι. Δοξάζοντας τον δημιουργό τους. Ερμήνευσαν ζωντανά στο στούντιο μαζί με τα έγχορδα όργανα που είχε σχεδόν αποκλειστικά επιλέξει ο συνθέτης στη δωρική ενορχήστρωση.


Έκτοτε, οι νότες του έργου δεν εκδόθηκαν ποτέ σε παρτιτούρες κι αυτό δεν γνώρισε καμία νέα ηχογράφηση. Επί της ουσίας, ούτε τα τραγούδια του επανεκτελέστηκαν μεμονωμένα όσο ο συνθέτης ήταν εν ζωή. Σαν ο «Μεγάλος Ερωτικός» να μην επιτρεπόταν να αγγιχθεί από κανέναν. Για να μείνει εκεί που άνηκε όταν γεννήθηκε. Στη σφαίρα του μύθου…

Ο δίσκος κυκλοφόρησε μεσούσης της δικτατορίας. Για την ακρίβεια, τότε που η λαϊκή οργή εναντίον της χούντας είχε φουντώσει τόσο, ώστε κάθε πνευματικό έργο όφειλε να είναι μία αντιδικτατορική πράξη. Ο δημιουργός του υπερασπίστηκε το timing της κυκλοφορίας: «Έκανα τον “Μεγάλο Ερωτικό” σαν απάντηση στη δικτατορία. Έβαλα σ’ ένα βάθρο αυτά που είχε ανάγκη ο τόπος και τα στερείτο. Τις αληθινές αξίες, όπως τον έρωτα, την ποίηση και την ιστορία. Εκ των υστέρων δικαιώθηκα…»

Όντως ο «Μεγάλος Ερωτικός» ήταν και ένα έργο πολιτικό. Πρόβαλε τον Έρωτα ως αντίδοτο στη φασιστική ιδεολογία. Έναν χρόνο πριν το τανκ γκρεμίσει την πύλη του Πολυτεχνείου υπενθύμιζε ποιο είναι το ισχυρότερο ένστικτο της ζωής, της οποίας τις ελευθερίες η δικτατορία είχε τόσο περιορίσει...

Ο «Μεγάλος Ερωτικός» ήταν κάτι σαν μονάκριβος γιος του Μάνου Χατζιδάκι. Ως κύκλος τραγουδιών δημιούργησε μία κορυφή στη μουσική ιστορία που παραμένει μέχρι σήμερα αξεπέραστη. Το έργο είναι τόσο μεγαλειώδες που δεν έχει συγκρίσιμό του. Ήταν μια πρωτότυπη και μοναδική στα χρονικά μουσική μονογραφία για τον Έρωτα. Με χαρακτηριστικά ιερά...

Η άριστη σύζευξη της χατζιδακικής μελωδίας με τον διαχρονικό ποιητικό λόγο δεν γεννάει σήμερα μόνο τον θαυμασμό. Μισό αιώνα μετά όποιος ακροατής έρχεται σε επαφή με τους ήχους του έργου μυείται στη μαγεία του φτερωτού γιου της Αφροδίτης και… ερωτεύεται τον Έρωτα!

Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι ένας λαϊκός θεός που ζει στη φαντασία μας απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε ίσαμε να πεθάνουμε, όμορφος, εφηβικός και αδιάκοπα ζωντανός. Ο Μεγάλος Ερωτικός δεν φοράει γραφικά τοπικά ρούχα. Φοράει δικά του που συνθέτουν δύσκολους συνδυασμούς ήχων, ανάλαφρων χρωμάτων και ποιητικών ονείρων. Δεν περιέχει μηνύματα που εύκολα τα σβήνουν οι βροχές. Δεν αντιστέκεται.

Η σειρά που ακολουθούν τα ποιήματα αυτά των ελλήνων ποιητών σχηματίζει έναν αδιάσπαστο κύκλο τραγουδιών, μια λειτουργία για τον Μεγάλο Ερωτικό – κάτι σαν τους εσπερινούς Αγίων σ’ ερημοκλήσια μακρινά με τη συμμετοχή φανταστικών αγγέλων, εραστών, παρθένων και εφήβων. Είναι μια λιτανεία περίεργη, όμως και τόσο φυσική, στην εσωτερική κι απόκρυφη ζωή μας.




ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Ο πνευματικός δάσκαλος

Την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα ο Μάνος Χατζιδάκις, σε ηλικία 17 χρονών, γνωρίζει τον μεγαλύτερό του Νίκο Γκάτσο. Η φιλία τους έμελλε να κρατήσει μισό αιώνα και η συνεργασία τους να αλλάξει τον ρου της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Ο Γκάτσος είχε έρθει από την Ασέα Αρκαδίας για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνωρίστηκαν τη χρονιά που θα κυκλοφορούσε η πρώτη και μοναδική ποιητική συλλογή του Γκάτσου, η «Αμοργός». Προτού ο Μάνος γράψει την πρώτη του μουσική, για μία παράσταση του θεάτρου Τέχνης, τον επόμενο χρόνο. Συναντήθηκαν, δηλαδή, όταν ο πρώτος ήταν ακόμα ένας ποιητής που δεν είχε υπογράψει στίχους για τραγούδια και ο δεύτερος ένας συνθέτης που δεν είχε ακόμα συνθέσει επισήμως. Με κοινή αφετηρία έγιναν έκτοτε σχεδόν συνοδοιπόροι.

«Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο» έλεγε ο ίδιος ο Χατζιδάκις. «Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την Απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του Λουμίδη ή του Πικαντίλλυ να μιλάμε» θυμόταν.

Η συνεργασία τους ξεκίνησε από το αριστουργηματικό «Χάρτινο το Φεγγαράκι». Κατά έναν μοιραίο τρόπο, ο Χατζιδάκις ήταν η αιτία που ο ποιητής έγραψε στίχους για τραγούδια. Διαφορετικά, ο Γκάτσος μάλλον θα παρέμενε αμιγώς ποιητής. Το αποτέλεσμα στα τραγούδια ήταν ονειρεμένο. Οι στίχοι του θύμιζαν ποιήματα και ταίριαζαν τόσο πολύ με τις μελωδίες του Μάνου όσο η θάλασσα με τον ουρανό στην άκρη του ορίζοντα. Ίσως επειδή οι στίχοι του πρώτου ήταν εγκεφαλικοί και οι μελωδίες του δεύτερου χειρουργικής ακρίβειας στις λεπτομέρειες…

«Ο ένας συμπλήρωνε την τελειότητα του άλλου» έγραφε η Νάνα Μούσχουρη. «Ο Νίκος σοφός στοχαστής, αλλά αισθανόταν και ζούσε την απλή ύπαρξη της ζωής, γεμίζοντάς την ιδανική αρμονία αληθινών λέξεων. Ο Μάνος, εκρηκτικός δημιουργός, άνοιγε με τη μουσική του δρόμο και δημιουργούσε τον χώρο» προσέθετε η βασική τους ερμηνεύτρια. «Άνοιγαν τον σκοτεινό θάλαμο της ζωής και τον γέμιζαν φως και ήλιο ελπίδας» συμπλήρωνε χαρακτηριστικά.

«Με τον Γκάτσο αρχίσαμε να κατασκευάζουμε μύθους, τον έναν μετά τον άλλον» έγραφε ο ίδιος ο Χατζιδάκις. «Κι ο ένας μύθος έμπαινε πάνω στον άλλον και έγιναν τόσο πολλοί και τόσο δυνατοί που τρόμαξε το παιδί, τρόμαξε ο κόσμος, τρόμαξε και η εταιρεία που θα έβγαζε τον δίσκο» προσέθετε αναφερόμενος στη «Μυθολογία», τον πρώτο ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών τους, που θα κυκλοφορούσε το 1965.

Είχαν προηγηθεί, βέβαια, μεμονωμένα τραγούδια που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα. Όπως το «Έλα πάρε μου τη λύπη» (1958) και το «Κουρασμένο Παλληκάρι» (που κέρδισε και το δεύτερο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού το 1961). Κάποια γράφτηκαν για το θεατρικό σανίδι, όπως το «Ήταν Καμάρι της Αυγής» για τον «Ματωμένο Γάμο» (1948) και το «Έφυγε το Τρένο» για την «Οδό Ονείρων» (1962). Και άλλα για ταινίες, όπως τα «Αθήνα», «Τώρα που πας στην ξενιτιά» και «Ήταν του Μάη Πρόσωπο» για το γερμανικό ντοκιμαντέρ «Ελλάς, η Χώρα των Ονείρων» (1960)· «Νάνι του Ρήγα το Παιδί», «Με τ’ άσπρο μου μαντήλι» και «Θαλασσοπούλια μου» για την ταινία «Aliki, my Love» (1963)· «Τ’ Αστέρι του Βοριά» και «Μια Παναγιά» για την ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» (1963).

Στον σημερινό ακροατή δίνεται η εντύπωση ότι ο Χατζιδάκις μελοποίησε τον Γκάτσο. Τα περισσότερα τραγούδια τους, όμως, είχαν την αντίστροφη ιστορία. Ο Γκάτσος έγραφε στίχους πάνω σε δοθείσες μελωδίες του συνθέτη. Επομένως, ο Χατζιδάκις ήταν εκείνος που έδινε το ερέθισμα στον ποιητή για τα λόγια που, αν και περίτεχνα σαν ποιήματα, ταίριαζαν τόσο με τις νότες, έτσι ώστε να προκύπτουν μοναδικά τραγούδια. «Πρώτος συνήθως έφερνε ο Χατζιδάκις μια κασέτα με τις βασικές μελωδίες, ενορχηστρωμένες ήδη –αν ήταν παλιότερες– ή παιγμένες από τον ίδιο στο πιάνο και τραγουδισμένες με ψεύτικα λόγια. Μετά ο Γκάτσος έφερνε τους στίχους, και μερικούς εκτός μελωδίας αν τους είχε γράψει από πριν ή αν κάποια ιδέα του τον είχε οδηγήσει αλλού» κατέθετε η Αγαθή Δημητρούκα, τελευταία σύντροφος του Νίκου Γκάτσου.

Υπό το πρίσμα αυτό, ο υπερρεαλιστικός λόγος του Γκάτσου φαίνεται πως ήταν απότοκος και των υπερρεαλιστικών μελωδιών του Χατζιδάκι. Σαν ο τελευταίος να πολλαπλασίασε τη δημιουργική τάση που προϋπήρχε στον γεννημένο ποιητή κι αυτή να εκδηλώθηκε στους στίχους που έγραψε για να επενδύσει τις νότες του…

Η πνευματική καθοδήγηση του Χατζιδάκι από τον Γκάτσο, οι εποικοδομητικές συζητήσεις και η απόλυτη χημεία τους όταν σκάρωναν τραγούδια παραμένει ακόμα ένας μικρός μύθος από τον 20ο αιώνα για τους πνευματικούς κύκλους. Ένας μύθος στον οποίον μόνο οι μαρτυρίες όσων τους έζησαν μπορούν να ρίξουν φως.

«Το ένα πρόσωπο απέναντι στο ένα πρόσωπο. Τα βλέμματά τους αντικριστά ή σχεδόν αντικριστά. Τα λόγια τους ίσα και στην ευθεία. Κι απ’ αυτήν την ευθεία, να κρέμονται οι εκάστοτε παρευρισκόμενοι, αναζητώντας –οι πιο αθώοι– το στέρεο νήμα της ζωής. Πόσοι το βρήκαμε; Μα, πόσοι ήμασταν αθώοι τόσο για να το βρούμε;» έλεγε χαρακτηριστικά η Αγαθή Δημητρούκα.

«Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του» ανέφερε ο Χατζιδάκις για τον πνευματικό του δάσκαλο. Και σε έναν απολογισμό του κατέληγε: «Η σχέση μου με τον Γκάτσο μού διαμόρφωσε τον χαρακτήρα. Τον θεωρώ τώρα, εκ των υστέρων, ως τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου μετά τη μητέρα μου».

Αναμφίβολα, οι Μάνος Χατζιδάκις – Νίκος Γκάτσος αποτελούν το κορυφαίο δίδυμο συνθέτη-στιχουργού στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο πρώτος είχε το θείο χάρισμα να φωτίζει με τις μελωδίες του τα νοήματα της ελληνικής γλώσσας. Ο δεύτερος να τα εκφράζει με έμμετρο λόγο σαν αληθινός ποιητής. Είναι ευλογία Θεού ότι ο ένας ήταν σύγχρονος του άλλου και οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν. Γιατί συνδημιούργησαν αθάνατα τραγούδια, απαράμιλλης ομορφιάς…

Για την ακρίβεια, τα τραγούδια τους έμοιαζαν με βυζαντινούς ψαλμούς. Παρέμεναν έντεχνα ακόμα κι όταν περιέγραφαν την απουσία ή την προσδοκία του αγαπημένου προσώπου. Γιατί ήταν απαλλαγμένα από κάθε είδους περιττή αισθηματολογία. Με μία αρμονική τελειότητα όπως τα δημιουργήματα της φύσης από τον Μεγαλοδύναμο.


Ακόμα και τα χαρούμενα τους, όπως το «Μίλησέ μου» ή το «Σπίτι μου, Σπιτάκι μου», παραμένουν σήμερα μία όαση δροσιάς για όσους ακροατές ζητούν την ψυχαγωγία χωρίς την ευτέλεια.

Ο ουρανός και η γη, ο ήλιος και τα σύννεφα, το φεγγάρι και τα αστέρια, η θάλασσα και το βουνό ζωγραφίστηκαν από την ποιητική πένα. Στο περίγραμμα του Γκάτσου ο Χατζιδάκις χρωμάτισε το εμβαδόν με τις μελωδίες του, γι’ αυτό η ηχητική εικόνα είναι χάρμα οφθαλμών.

Η ζωή και ο θάνατος, η θνητότητα και η αθανασία, ο Παράδεισος και η Κόλαση, το νερό και η φωτιά, το φως και το σκοτάδι, η μέρα και η νύχτα, η ανατολή και η δύση, η λιακάδα και η βροχή, το καλοκαίρι και ο χειμώνας, τα κορίτσια και τα αγόρια, το χαμόγελο και το δάκρυ, η χαρά και η λύπη, η αγάπη και το μίσος, η αθωότητα και η ενοχή, η πίστη και η απιστία, η αλήθεια και το ψέμα αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για τα τραγούδια τους.

Ακούγοντάς τα σήμερα συμμετέχουμε ασυναίσθητα στα δρώμενα. Κλείνουμε τα μάτια και ονειρευόμαστε. Πάμε σ’ ερημοκλήσια αλαργινά κρατώντας τον σταυρό στο χέρι. Προσευχόμαστε και ανάβουμε καντήλι…

Οι δημιουργοί-σκηνοθέτες μας ήταν δύο πουλιά που φτερούγιζαν σχεδόν πάντα μαζί στη γη. Το ένα δίπλα στο άλλο. Γι’ αυτό ο συνθέτης ταξίδεψε στον ουρανό μόλις δύο χρόνια μετά τον στιχουργό. Για να τον συναντήσει και να συνεχίσουν από κοινού το ταξίδι τους. «Εκεί που χτίζουνε φωλιά αλλόκοτα πουλιά». Μήπως είχε στα σκαριά και νέες μελωδίες που αναζητούσαν τους στίχους του;

Το τραγούδι είναι μέσο επικοινωνίας, συνδιαλλαγής και βαθύτατης επαφής.
Με το τραγούδι μίλησαν οι άνθρωποι στα πουλιά
κι αυτά με τη σειρά τους στους ανθρώπους...



ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ ΤΟΥ
Νάνα, Φλέρυ, Μελίνα, Αλίκη

Ο Χατζιδάκις είχε την ευλογία τα τραγούδια του να ερμηνευτούν από θείες γυναικείες φωνές. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν η αγγελική της Νάνας Μούσχουρη, η ευλαβική της Φλέρυς Νταντωνάκη, η ερωτική της Μελίνας Μερκούρη και η δροσερή της Αλίκης Βουγιουκλάκη.



ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ
Η αγγελική φωνή

«…Όταν ήρθε κάποιος στη Ραδιοφωνία να με πληροφορήσει ότι ο κύριος Χατζιδάκις με άκουσε να τραγουδώ περνώντας έξω από το σπίτι μας και θα ήθελε να συναντηθούμε, έπεσα απ’ τα σύννεφα. Τι μπορούσε να θέλει από μένα εκείνος που είχε όλη την αθηναϊκή πρωτοπορία γύρω του; Πάντως, όχι να του τραγουδήσω τζαζ» αφηγείτο η Νάνα Μούσχουρη στην αυτοβιογραφία της για την πρώτη γνωριμία της με τον συνθέτη. «Πήγα με ανυπομονησία να τον βρω στο στούντιο του πολυμήχανου βασιλιά της Φίνος Φιλμ, του Φιλοποίμενα Φίνου. Μια μεγάλη άδεια αίθουσα με σκηνικά κι ανθρώπους μαζεμένους στην άκρη, με ένα όρθιο πιάνο στη μέση και δίπλα του να στέκεται ο Μάνος. Ένας ελληνικός καφές άχνιζε πλάι στο αναμμένο του τσιγάρο. “Καλώς την”, μου χαμογέλασε και φάνηκαν τα σπασμένα του δόντια, που δεν είχε φτιάξει ακόμα, μα κράτησα μόνο τη γλύκα της έκφρασής του. Και πριν προλάβω να απαντήσω, ανάγγειλε σε όλους ότι θα ακούσουν την πιο καταπληκτική φωνή που είχε ακούσει τελευταία. “Αυτό είναι το ταλέντο που μας έλεγες;”, του είπε ο Φίνος, που καθόταν πιο κει» συνέχιζε.

«Σε λίγο έπαιζε κιόλας τη μελωδία του “Πίσω από τις τριανταφυλλιές” και με καλούσε να τον ακολουθήσω: “Λοιπόν”, μου ανάγγειλε. “Θα το μάθουμε και θα το τραγουδήσεις στην καινούργια ταινία”. Ούτε που ρώτησα αν ήταν κωμωδία ή δράμα. Η καρδιά μου χόρευε σαν σε μιούζικαλ. Θα το έκανα οπωσδήποτε. Άλλωστε, ήθελα να τον ικανοποιήσω που με διάλεξε. Έτσι άρχισε η συνεργασία μας» εξηγούσε.


«…Μου είπε ότι είχα παράξενη φωνή και ότι τον ενδιέφερε να τη χρησιμοποιήσει στα τραγούδια του. Έβρισκε ότι είχα κάτι μεταξύ κλασικού και μοντέρνου χρώματος, τελείως ιδιαίτερο, ξεχωριστό» θυμόταν επίσης η Νάνα.

«Μου έκανε αμέσως εντύπωση η αληθινή μουσικότητά της, η γνήσια ευαισθησία της, το ήθος της, που όλα περίμεναν μια φράση αληθινή για να φανερώσουν μέσω αυτής την ισχυρή της προσωπικότητα» θυμόταν εκείνος. «Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως, αν δεν είχα βρει τη Μούσχουρη, δεν θα είχα ενδιαφέρον να συνεχίσω να γράφω ελαφρά τραγούδια» παραδεχόταν.

«Ο πρώτος μας δίσκος, που κυκλοφόρησε το 1958, περιλάμβανε “Το φεγγαράκι”, τον “Ιλισσό”, το “Μαζί με σένα” και το “Έλα πάρε μου τη λύπη”. […] Όμως το “Κάπου υπάρχει η αγάπη μου” ένωσε την καλλιτεχνική μας σχέση με τον Μάνο με ένα πιο ανθρώπινο συναίσθημα» έγραφε η ερμηνεύτρια. «Όταν ο στίχος έλεγε: “Κι όταν τη βρω σ’ τ’ ορκίζομαι θα ντυθώ μες στ’ άσπρα”, εκείνος με οδηγούσε παίζοντας στο πιάνο και μου ζητούσε με ένταση να φωνάξω, να σπαράξω, να σπάσει η φωνή μου» θυμόταν. «Προσπαθούσα να ανταποκριθώ στις προσδοκίες του με την ελπίδα ότι θα τον ικανοποιήσω τόσο, που στο τέλος θα κλάψουμε μαζί από χαρά» αφηγείτο.


Το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο στο Α΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας το 1959. Η Νάνα Μούσχουρη θα ερμήνευε τραγούδια του Χατζιδάκι και στα επόμενα δύο φεστιβάλ κατακτώντας βραβεία. «Κυπαρισσάκι» και «Τιμωρία» θα μοιράζονταν το πρώτο βραβείο στο Β΄ Φεστιβάλ, ενώ το «Κουρασμένο Παλληκάρι» (σε στίχους του Νίκου Γκάτσου) θα κέρδιζε το δεύτερο βραβείο στο Γ΄ Φεστιβάλ.


Περισσότερο, βέβαια, η ερμηνεύτρια ταυτίστηκε με το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», αφού ήταν η πρώτη που το ηχογράφησε σε δίσκο. «Την πιο βαθιά και πιο ανάλαφρη ελληνική μουσική του αιώνα», όπως έγραφε χαρακτηριστικά, θα χρωμάτιζε με τη φωνή της στο τέλος κάθε συναυλίας της…


Εκείνη παραδεχόταν ότι τον παράκουσε το 1961, όταν πήγε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου για την ταινία «Ελλάς, η χώρα των ονείρων», στην οποία τραγουδούσε τα «Αθήνα», «Τώρα που πας στην ξενιτιά», «Ήταν του Μάη Πρόσωπο», «Το πέλαγο είναι βαθύ» και «Σαν σφυρίξεις τρεις φορές». Ο πρώτος της δίσκος στη Γερμανία θα είχε τίτλο τη διασκευή του τελευταίου. Και η ερμηνεύτρια θα ξεκινούσε μία διεθνή καριέρα δίχως προηγούμενο…

Χατζιδάκις και Μούσχουρη συνεργάστηκαν ξανά το 1988, στους «Μύθους μιας Γυναίκας». Έναν κύκλο τραγουδιών σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. «Όχι μόνο τον ενθουσιασμό και τη φρεσκάδα έχεις κρατήσει, αλλά και τη νεανική σου αντίληψη και μια φωνητική ευελιξία σπάνια. Μ’ εξέπληξες», της είπε ο συνθέτης. «Αυτόν τον ενθουσιασμό και τη γνώση στο τραγούδι μού την κληροδότησε ο Μάνος. Όταν ήμουν μόνη, χρησιμοποιούσα ό,τι μου είχε διδάξει εκείνος, με τον τρόπο μου. Όταν ήμασταν μαζί, αφομοίωνα την κάθε του έκφραση όπως την ήθελε εκείνος. Και ήταν μοναδικός» παραδεχόταν εκείνη.

«…Ήξερα ότι, όσο κι αν ο ίδιος δεν το παραδεχόταν, καμία, εκτός από τη Φλέρυ Νταντωνάκη, δεν μπορούσε να τραγουδήσει Χατζιδάκι όπως εγώ» έγραφε ευθαρσώς η Μούσχουρη – και βέβαια είχε απόλυτο δίκιο.

Αυτή η αγγελική φωνή είναι που ταξίδεψε τις μαγικές μελωδίες του στα πέρατα της οικουμένης, αφού πριν τις είχε αναγεννήσει στις καρδιές όλων των Ελλήνων…




ΦΛΕΡΥ ΝΤΑΝΤΩΝΑΚΗ
Η ευλαβική φωνή

Τη γνώρισε το 1970 στην Αμερική. Εκεί η Νταντωνάκη βρισκόταν για σπουδές Φιλοσοφίας, Φιλολογίας και Θεάτρου. Συναντήθηκαν σε μια παράσταση στο Μπρόντγουεϊ όπου εκείνη αντικαθιστούσε την πρωταγωνίστρια. Στο τέλος της ο Χατζιδάκις τη συνεχάρη και της πρότεινε συνεργασία.

Στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη θα ηχογραφούσαν προηγούμενα έργα του συνθέτη. Τον «Κύκλο του CNS» και τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου (που είχε ενορχηστρώσει τις μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη). Επίσης μια σειρά από κλασικά ρεμπέτικα τραγούδια που θα κυκλοφορούσαν χρόνια αργότερα στον δίσκο: «Η Φλέρυ Νταντωνάκη στα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι».

Με τη Φλέρυ, όμως, έμελλε να μεγαλουργήσουν στον «Μεγάλο Ερωτικό» που θα κυκλοφορούσε το 1972. Ερμηνεύει «με πάθος, σπάνια φωνή κι εσωτερική ένταση» γράφει για εκείνη στο σημείωμα του δίσκου ο συνθέτης. Προσθέτοντας ότι μαζί με τον Δημήτρη Ψαριανό «δίνουν μαθήματα ήθους, αλήθειας και μαγείας». Στην επανέκδοση του δίσκου το 1987 επίσης εξαίρει τις ερμηνείες των δύο ερμηνευτών χαρακτηρίζοντάς τις «ανεπανάληπτες».

Ήταν «μεγάλη σαν την Κάλλας» έλεγε ο μέντοράς της στις συνεντεύξεις του, δηλώνοντας ότι τη θεωρεί καταπληκτική τραγουδίστρια. Όντως εκείνη είχε μια φωνή με ιδιαίτερη χροιά που χαρακτηρίστηκε άχραντη και χερουβική. Σίγουρα, ο ακροατής την ξεχώριζε ανάμεσα σε δεκάδες άλλες. Για την ακρίβεια, δεν είχε συγκρίσιμη της. Σαν να ερχόταν από την περιοχή του ονείρου, με απροσδιόριστα μεταφυσικά στοιχεία…


Αναμφίβολα, η Νταντωνάκη σημάδεψε την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας με τη μοναδική ερμηνεία της στον «Μεγάλο Ερωτικό». Κάθε τραγούδι της σ’ αυτό το έργο ήταν ένα μικρό θεατρικό μονόπρακτο που έπαιξε σαν αρχαία τραγωδός. Δεν ήταν μόνο η άριστη τεχνική της, αλλά κυρίως η θρησκευτική ευλάβεια με την οποία προσέγγισε τα τραγούδια στο κορυφαίο έργο του Χατζιδάκι, που καθιστούσε απαγορευτική κάθε απόπειρα αντικατάστασής της…

«Είχα την τύχη να συνεργάζομαι τότε με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και να τα τραγουδήσει μοναδικά και ανεπανάληπτα. Γι’ αυτό και δεν επιχείρησα να το ξαναηχογραφήσω ή να το ξαναεκτελέσω ζωντανά» είχε δηλώσει ο ίδιος ο Χατζιδάκις δύο χρόνια πριν φύγει από τη ζωή. «Γιατί ποιος θα μπορούσε να τραγουδήσει τόσο θαυμάσια αυτά τα τραγούδια;» αναρωτιόταν εύλογα.

Η Φλέρυ Νταντωνάκη τον ακολούθησε στην αιωνιότητα τέσσερα χρόνια μετά. Και αναπαύτηκε κι εκείνη στο κοιμητήριο της Παιανίας. Στη ράχη του δικού του τάφου. Σαν να τον πλησίασε καθώς έφευγε για να του ψιθυρίσει κάτι στο αυτί…

Σίγουρα, θα τον συντροφεύει με τη θεία φωνή της και στον Παράδεισο. Ποιο τραγούδι απ’ τον Μεγάλο Ερωτικό να του λέει εκεί άραγε; Μάλλον το «Σ’ αγαπώ» της Μυρτιώτισσας




ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
Η ερωτική φωνή

«Πως ν’ αρχίσω το θέμα του Μάνου Χατζιδάκι;» γράφει η Μελίνα Μερκούρη στην αυτοβιογραφία της. «Απ’ τη γοητεία του;» αναρωτιέται. «Ήμουν σκλάβα της απ’ την πρώτη φορά που συνεργασθήκαμε, όταν έγραψε τη μουσική για το “Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα”. Από τότε συνεργαστήκαμε πάρα πολλές φορές. Έργα, ταινίες, ακόμα και μια επιθεώρηση» θυμόταν. «Τον αγαπούσα και τον αγαπώ, αν και υπάρχει μια άσχημη πλευρά στον χαρακτήρα του που πολλές φορές έχει κάνει την αγάπη μου λύσσα. Τώρα που γράφω αυτό το βιβλίο, προσπαθώ να τον μισήσω ξέροντας πως δεν θα τα καταφέρω ή πως ακόμα κι αν τα καταφέρω, δεν θα κρατήσει. Όπως συνέβη και παλιότερα, όταν βρεθώ αντιμέτωπος με τη ζεστασιά και τη γοητεία του, θα πέσω στην αγκαλιά του. Θα με πει “αγοράκι” και θα τον αγαπάω σαν τρελή ως την επόμενη απογοήτευση» περιέγραφε χαρακτηριστικά.

«Ήμουν ερωτευμένος με τη Μελίνα. Από τότε που την πρωτοείδα» έλεγε εκείνος ενθυμούμενος και το πού την πρωτοείδε: «Στον δρόμο. Ήξερα ότι είναι η Μερκούρη. Η Αθήνα ήταν πολύ μικρή. Περπατούσες και ήξερες κι εκείνους που δεν γνώριζες. Ήταν πανέμορφο κορίτσι».

«Απ’ την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα υπήρξε μια προσωπική και καλλιτεχνική αδυναμία μου» έγραφε επίσης σε κείμενό του. «Η σχέση μας υπήρξε και παραμένει ημιερωτική… Υπήρξε και παραμένει το πιο όμορφο κορίτσι μου, μες στα δύο τρία της ζωής μου» δήλωνε ακόμη.

Η αλήθεια είναι ότι η σχέση τους πέρασε από πολλές διακυμάνσεις. Χαρακτηρίστηκαν «άσπονδοι ερωτευμένοι», καθώς τους συνέδεε μία ερωτική φιλία.

Το 1949 η Μελίνα γίνεται η πρώτη ερμηνεύτρια στο «Χάρτινο το Φεγγαράκι», έστω κι αν η ερμηνεία της στο θέατρο Τέχνης δεν ηχογραφείται σε δίσκο. Στη σκηνή παίζει την Μπλανς Ντιμπουά στο έργο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς.

Στη «Στέλλα» (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη δεν συγκλονίζει μόνο με την υποκριτική της στον πρώτο κινηματογραφικό της ρόλο. Αλλά ερμηνεύει μοναδικά και δυο τραγούδια σε στίχους του σκηνοθέτη στο κέντρο «Παράδεισος». Το «Επτά τραγούδια θα σου πω» και το «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι».


Στο «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ζυλ Ντασέν εκτοξεύει τα «Παιδιά του Πειραιά» στον ουρανό και γράφει τη μετεμφυλιακή ιστορία της Ελλάδας. Για τον ίδιο ρόλο μεταναστεύει στη Νέα Υόρκη για να βασιλεύσει στο Μπρόντγουεϊ ως Ίλυα. Με τον Χατζιδάκι να υπογράφει τη μουσική και της θεατρικής παράστασης και να διεκδικεί το 1968 και το αντίστοιχο βραβείο Tony – το σημαντικότερο θεατρικό βραβείο στον κόσμο.


Όταν εκείνη φεύγει πρώτη τον Μάρτη του 1994, ο Μάνος κάνει την πιο εύστοχη δήλωση: «Η Μελίνα ήταν το ερωτικό πρόσωπο της Ελλάδας». «Με κάθε φίλο που κατευοδώνεις, πεθαίνεις κι εσύ λίγο» αναφέρει επίσης σε μια μακάβρια προφητεία που έμελλε να επιβεβαιωθεί. Μόλις τρεις μήνες μετά θα την ακολουθούσε στην αιωνιότητα…


Η τελευταία τους συνάντηση θα του μείνει αξέχαστη: «Ήμουν στη Νέα Υόρκη, είδα τη Μελίνα στο νοσοκομείο πριν φύγει για το ταξίδι στα άστρα. Θυμηθήκαμε τα παλιά και κλάψαμε. Με είχε συγκινήσει, όταν έμαθα ότι είπε για μένα, όταν πήγα για εγχείρηση στο Λονδίνο: “Θεέ μου, δεν ήξερα ότι τον αγαπούσα τόσο!”. Με τη Μελίνα είχα μια σπάνια φιλία από τα 18 μου χρόνια. Ήταν μια θεά που κατέβηκε από τον Όλυμπο δίπλα μας».

«Η θεά που κατέβηκε από τον Όλυμπο» δεν έγινε ποτέ θνητή στη γη. Γι’ αυτό και τα τραγούδια του Χατζιδάκι από τη φωνή της έμοιαζαν θεϊκό έργο. Εκείνη στάλαξε τα μελοποιημένα λόγια στο υποσυνείδητο ενός ολόκληρου λαού. Η αγάπη έγινε δίκοπο μαχαίρι, τα τραγούδια αυτής επτά, τα παιδιά του Πειραιά λεβέντες και το φεγγαράκι από χάρτινο αληθινό. Η Στέλλα, η Ίλυα και η Μπλανς είχαν έναν μαγικό τρόπο να ερμηνεύουν τα τραγούδια τους. Γι’ αυτό και μάγεψαν τόσο τους θεατές…

Στην πραγματικότητα, ο Χατζιδάκις έδωσε τα πάντα στη Μελίνα. Το αριστούργημα που συνέγραψε με τον Γκάτσο όταν έπαιξε πρώτη την πιο γνωστή ηρωίδα του Ουίλιαμς. Τα τραγούδια του «Παραδείσου» στην αθάνατη Στέλλα όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο κινηματογραφικό πανί. Αλλά και το τραγούδι-διαβατήριο για να φτάσει η φωνή της σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Και η ίδια στην κινηματογραφική κορυφή του κόσμου, τα Όσκαρ· και τη θεατρική, το Μπρόντγουεϊ…





ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ
Η δροσερή φωνή

Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε μουσική για επτά ταινίες στις όποιες πρωταγωνίστησε η Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Το Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» (1959), «Το Κλωτσοσκούφι», «Μανταλένα» (1960), «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Η Λίζα και η Άλλη» (1961), «Χτυποκάρδια στο Θρανίο» και «Aliki, my Love» (1963).

Τα τραγούδια που ερμήνευε η πρωταγωνίστρια σ’ αυτές ήταν γεμάτα αγάπη και τρυφερότητα. Η δροσερή φωνή της τα χρωμάτισε και ήταν δώρο Θεού που το βινύλιο και το φιλμ τα πέρασαν στην αθανασία. Γιατί θα κάνουν πάντα τις παιδικές καρδιές κάθε ηλικίας να σκιρτήσουν…


«Η Αλίκη είναι τα νιάτα μου, είναι τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό μου» έλεγε ο ίδιος ο Χατζιδάκις, αναγνωρίζοντας ότι «ερμήνευσε μοναδικά» τα τραγούδια της «Μανταλένας». 


«Από τις πολλές φορές που δούλεψα κοντά στον Μάνο Χατζιδάκι, για το θέατρο και τον κινηματογράφο, από τα αριστουργήματά του που είχα την τύχη να τραγουδήσω, έχει κατασταλάξει μέσα μου μια βαθιά εκτίμηση για τον καλλιτέχνη και μια απέραντη αγάπη για τον άνθρωπο» έλεγε η Αλίκη. «Όταν ξέρω ότι ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκεται κάπου στην Αθήνα, και μένουμε και κοντά, να πώς να το πω, παίρνω κουράγιο για τη ζωή και τη δημιουργία, και ελπίζω πως κάποτε πάλι θα βρεθούμε μαζί. Πάλι θα δουλέψουμε μαζί, πάλι θα ξαναγεννηθεί μέσα μου η αγάπη για καινούργιους υψηλούς στόχους, για τελειότητα, για τέχνη υψηλών αισθητικών απαιτήσεων» συμπλήρωνε σε μία συνάντησή τους στο ραδιόφωνο. «Με νοσταλγία θυμάμαι την τρυφερότητα και τη μαγεία που είχε η συνεργασία μας» έγραφε και στο σημείωμα του δίσκου με τα πιο γνωστά της τραγούδια.

Ξανασυνεργάστηκαν το 1986, όταν η Αλίκη ανέβασε τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Εκεί η πρωταγωνίστρια τραγουδούσε τον «Μύθο» του…

«Είναι μια χαρισματική ύπαρξη, μια πραγματικά καλή ηθοποιός, και πιστεύω ότι σε όλα τα χρόνια που πέρασαν δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επιβάλλει τη θέλησή της. Αυτό την έκανε μοναδική, ανεπανάληπτη» έλεγε εκείνος, αποδίδοντας στη «δίψα για ζωή» το φαινόμενο «Βουγιουκλάκη».

Εκείνη θα τον ακολουθούσε στην αιωνιότητα με μόλις δύο χρόνια καθυστέρηση. Τότε τα περισσότερα αφιερώματα των ΜΜΕ στη μεγαλύτερη ελληνίδα σταρ όλων των εποχών θα θυμόντουσαν τη φράση του: «Μην πεις ποτέ κακό για την Αλίκη, γιατί είναι η γυναίκα που πάντα αντιπροσωπεύει τα χρόνια της αθωότητάς μας…»




ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ο απέναντι εαυτός του...

Το 1925, μόλις τρεις μήνες πριν από τον Μάνο Χατζιδάκι, είχε γεννηθεί ο Μίκης Θεοδωράκης. Ένας συνθέτης με τον οποίον δεν είχαν απλώς παράλληλους βίους. Αλλά ο χρόνος κατέδειξε ότι ήταν οι δύο μεγαλύτεροι συνθέτες του έντεχνου τραγουδιού στην ιστορία της Ελλάδας. Σ’ όλη τους τη ζωή ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον…

Κατά μοιραία σύμπτωση είχαν το ακριβώς αντίθετο παρουσιαστικό. Ο Μίκης ήταν ψηλός, λιγνός και επιβλητικός. Ο Μάνος κοντός, υπέρβαρος και συνεσταλμένος. Όταν διεύθυναν ορχήστρες, ο πρώτος άνοιγε τα χέρια σαν αετός, ο δεύτερος σαν σπουργίτι…

Οι δύο τους γνωρίστηκαν όταν ήταν 19 χρονών και έγιναν φίλοι στο ωδείο, σύμφωνα με αφήγηση του Μάνου. Αντάλλασσαν επισκέψεις στα σπίτια που έμεναν τότε και ο ένας έπαιζε τις συνθέσεις του στο πιάνο στον άλλον, σύμφωνα με αφήγηση του Μίκη.

Η καριέρα του Θεοδωράκη στην ελληνική δισκογραφία ξεκίνησε με την ηχογράφηση του «Επιταφίου» του Γιάννη Ρίτσου. Το 1960, όταν ο Χατζιδάκις είχε ήδη δεκαπέντε χρόνια παρουσίας, έχοντας συνθέσει μουσική για το θέατρο και για μπαλέτα. «Συνθέτοντας συνεχώς συμφωνικά έργα, βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ σ’ έναν μουσικό κόσμο, που στο βάθος με απομάκρυνε από την Ελλάδα. Ίσως γι’ αυτό δεν χαιρόμουν πια με τις όποιες επιτυχίες μου, γιατί η αναγνώρισε προερχόταν από ένα κοινό που δεν με αφορούσε» έγραφε ο Θεοδωράκης. «Όταν πήγα και είδα τη “Στέλλα”, θυμάμαι ότι μέθυσα κυριολεκτικά με τις μελωδίες του Χατζιδάκι. Πήγα και ξαναπήγα έως ότου τις μάθω καλά για να τις παίζω στο πιάνο. Πόσο τυχερός είναι, έλεγα μέσα μου, που μπορεί να εκφράζεται 100% ελληνικά, χωρίς φιοριτούρες, πολύπλοκες κατασκευές και σκοτεινές συγχορδίες. Πόσο ήμουν δυστυχισμένος σε εκείνη την πρώτη διεθνή αναγνώριση, ιδιαίτερα μετά την “Αντιγόνη” στο Κόβεντ Γκάρντεν. Χαιρετώντας από τη σκηνή το αριστοκρατικό κοινό της πρεμιέρας, αποφάσισα ακριβώς εκείνη τη στιγμή να το βάλω στα πόδια και να γυρίσω στη φυσική μου κοίτη, στην πατρίδα μου. Λες και μάντεψε τη σκέψη μου ο Γιάννης Ρίτσος, μου έστειλε τότε τον “Επιτάφιο” (1958). Ευθύς μόλις έγραψα τα τραγούδια, τα έστειλα –πού αλλού– στον Χατζιδάκι» προσέθετε. «Ένα εφηβικό μας όνειρο, να πάει η μουσική μας παντού, εκείνος το πραγματοποιούσε» παραδεχόταν μεταξύ άλλων.

Ο Χατζιδάκις ήταν που ενορχήστρωσε τη μουσική του Θεοδωράκη στο ποιητικό έργο του Ρίτσου και ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1960 με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Το αποτέλεσμα όμως φαίνεται πως δεν ικανοποίησε τον Μίκη, ο οποίος θα το ενορχήστρωνε εκ νέου και θα το ηχογραφούσε με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Από τότε θα ξεκινούσε ένας άτυπος εμφύλιος, που θα χώριζε τους ακροατές σ’ όλη την Ελλάδα σε δύο στρατόπεδα…

Επί της ουσίας, με τον «Επιτάφιο» ο Μάνος υπέγραψε τη νομιμοποίηση του Θεοδωράκη στον αστικό κόσμο. Γιατί στη συνείδηση του κοινού η ταυτότητα του Μίκη έγραφε «αριστερός» και του Μάνου «δεξιός». Έκτοτε, η καριέρα του Μίκη στην ελληνική δισκογραφία θα γινόταν σχεδόν συνώνυμη με τη μελοποίηση ποιημάτων. Την εξαίρεση παρά τον κανόνα στην καριέρα του Μάνου (με χαρακτηριστικότερη εξαίρεση τον «Μεγάλο Ερωτικό»).

Ο ανταγωνισμός κορυφώθηκε το 1962. Τότε ανέβηκαν δύο ιστορικές θεατρικές παραστάσεις στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Η «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι στο θέατρο Μετροπόλιταν. Και η «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη στο θέατρο Παρκ.

Η σχέση τους πέρασε από σαράντα κύματα. «Σε όλη τη διάρκεια της συνύπαρξής μας υπήρχε ταυτόχρονα απώθηση και ταύτιση, απαξίωση (απόρριψη κριτική) και εκτίμηση, σκεπτικισμός και θαυμασμός, πολεμική και συνεργασία» έγραφε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Θεοδωράκης. «Στο βάθος δεν φταίγαμε εμείς αλλά τα… γονίδιά μας που είχαν μεταξύ μας τόσο βαθιές αντιθέσεις και ταυτόχρονα μια ανεξήγητη αμοιβαία έλξη» προσέθετε. «Τουλάχιστον εγώ σπάνια αρνήθηκα τόσο πολύ και θαύμασα ακόμα πιο πολύ έναν άνθρωπο» κατέληγε.

Ο Μίκης έβλεπε στον Μάνο τη μαγεία και την αγάπη: «Για μένα αυτό το τελευταίο ήταν που με γοήτευε και με συγκινούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο άνθρωπος Χατζιδάκις, σημαδεμένος από τον αβάσταχτο πόνο της αγάπης, φάνταζε στα μάτια μου δυνατός αλλά και ευάλωτος. Έτσι, ανεξάρτητα από τις περιπέτειες των σχέσεών μας, ένιωθα πάντα μια απέραντη τρυφερότητα για τον ευάλωτο Χατζιδάκι που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει από τους ξένους τη βαθιά πληγή της αγάπης που τον έκαιγε, αλλά και τον ανανέωνε συγχρόνως. Ήμουν γι’ αυτόν σε κάθε δύσκολη στιγμή του ο μεγάλος του αδερφός. Στις προσωπικές μας σχέσεις μού άρεσε να τον ακούω να μιλά. Δεν τον διέκοπτα ποτέ και πάντα συμφωνούσα με τις όποιες ιδέες, σχέδια, οράματά του. Απέπνεε σε κάθε στιγμή αυθεντικότητα, πρωτοτυπία και πολύ συχνά μαγεία. Νομίζω πως η μαγεία ήταν το αποκαλυπτικό στοιχείο του Χατζιδάκι…»

Ο πολιτισμός ποτέ δεν χρειάστηκε την πολυτέλεια της κατανάλωσης.
Λίγα λουλούδια στο παράθυρο.
Ένα λιτό, ζεστό φαΐ στο τραπέζι.
Κι ατέλειωτη αγάπη μέσα μας.
Για πάντα μαθητής της
Μάνος Χατζιδάκις

«Τον Μίκη τον ζηλεύω, γιατί είναι το αντίθετο από εμένα. Θαυμάζω το κουράγιο του, τη δύναμή του, την αντοχή του σε όλα» έλεγε χαρακτηριστικά ο Μάνος.

Στα τραγούδια τους ο ακροατής αισθανόταν την εξής θεμελιώδη διαφορά: Η μουσική του Μίκη φαινόταν σαν να υπηρετούσε τις λέξεις, μεγεθύνοντας το νόημά τους. Στα τραγούδια του Μάνου οι λέξεις φαίνονταν σαν να υπηρετούσαν τις μελωδίες του. 

Κι αν οι νότες του Μίκη ηχούσαν σαν να διέσχιζαν τη γη, οι νότες του Μάνου ηχούσαν σαν να διέσχιζαν τον ουρανό, διεμβολίζοντας τα σύννεφα...

Ο Μίκης είχε μια σχέση ερωτική με τον λαό. Ήθελε τη λατρεία του και κατόρθωνε πάντα να την κατακτά χωρίς να τον κολακεύει. Οδηγός στον δρόμο προς τον Όλυμπο των νοημάτων των μεγαλύτερων ελλήνων ποιητών. Ο Μάνος είχε μία σχέση αντιφατική με το κοινό. Αποστρεφόταν τη δημοτικότητα από τα εμπορικά τραγούδια που έγραψε για τον κινηματογράφο. Αποβλέποντας να αποταθεί στη βαθύτερη ευαισθησία του με σημαντικότερα έργα.

Οι αναμνήσεις όσων βρέθηκαν και στους δύο γαλαξίες του μουσικού μας σύμπαντος έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Ξεκίνησα και με τους δύο μεγάλους μας συνθέτες» έλεγε η Μαρία Φαραντούρη. «Από τη μία λοιπόν είχα τον δωρικό ναό του Μίκη. Που ήταν ο ήρωας, ο άνθρωπος που μάχεται, που δίνει αγώνα» προσέθετε. «Και από την άλλη ο Μάνος μιλούσε για τις σκιές της ζωής, τους ανθρώπους τους μοναχικούς, αν θέλετε για κάποιους αναστεναγμούς πίσω από το κλειστό παράθυρο ή για τα αναμμένα και τα κλειστά φεγγάρια, για τον πόνο του έρωτα, για την απώλεια» συμπλήρωνε.

Στις συνεντεύξεις τους, όταν ήταν νέοι, δεν έλειψαν πολλές φορές και οι εκατέρωθεν αιχμές. Στη δύση της ζωής τους, όμως, αυτές είχαν ξεχαστεί. Εντόπιζαν μεν τις διαφορές τους, αλλά εξέφραζαν την αλληλοεκτίμησή τους. «Ο Θεοδωράκης είναι πολύ σημαντικός συνθέτης. Έχει σφραγίσει τον τόπο με τους αγώνες του, με τις θέσεις του και με τη δραστηριότητά του. Τον ξέρω από νεαρός, είμαστε φίλοι. Ένα πρόσωπο απόλυτα σεβαστό» έλεγε ο Χατζιδάκις στα τελευταία χρόνια της ζωής του. «Είμαστε διαφορετικοί και είμαστε και αντίθετοι, πολλές φορές ως προς τις ενέργειές μας» διαπίστωνε επίσης. «Το μόνο κοινό σημείο μας είναι ότι τα ονόματά μας λήγουν σε -άκις» είχε πει κάποτε, σε μια από τις πιο ευφυείς ατάκες του.

«Εγώ με τον Χατζιδάκι ήμασταν πάντοτε δύο διαφορετικές στάσεις ζωής και σύνθεσης» δήλωνε στο ίδιο μήκος κύματος ο Θεοδωράκης. «Ο Χατζιδάκις αντιμετώπισε το λαϊκό τραγούδι ως ένας εξελιγμένος ευρωπαϊστής. […] Είδε το ελληνικό τραγούδι απ’ έξω και το θαύμασε. Έπαιρνε τις μελωδίες του Τσιτσάνη και τις διαμόρφωνε για πιάνο ή βιολοντσέλο. Έπαιρνε λαϊκές μελωδίες και τις έκανε με ευρωπαϊκά όργανα. Στον “Επιτάφιο” τον δικό μου έβαλε μαντολίνα. Δεν έβαλε ποτέ μπουζούκι, γιατί το μπουζούκι τον στιγμάτιζε αμέσως. Του άλλαζε την ταυτότητα, τον έκανε λαϊκό, ενώ πίστευε ότι ήταν έντεχνος» παρατηρούσε.

«Η αντίθεσή μας ειδικά ως προς τη Μουσική υπήρξε ριζική» έγραφε επίσης. «Εγώ ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να γίνω κάποτε συμφωνιστής. Εκείνος κατέληξε να ερμηνεύει, και μάλιστα με ένα δικό του μουσικό συγκρότημα, συμφωνικά έργα» προσέθετε αναφερόμενος στην «Ορχήστρα των Χρωμάτων», που είχε ιδρύσει ο Μάνος Χατζιδάκις το 1989. «Εγώ δεν εμπιστευόμουν την έμπνευση, αλλά εργάστηκα σκληρά για να αποκτήσω τεχνική. Εκείνος απολάμβανε τη ζωή του και εμπιστευόταν το ένστικτο και την ιδιοφυΐα του. Αλλά και σε σχέση με τη λαϊκή μας μουσική –ανεξαρτήτως του αποτελέσματος– οι αντιλήψεις και οι πρακτικές μας ήταν εντελώς αντίθετες. Και νομίζω ότι αντανακλούσαν τις ιδεολογικές και πολιτικές μας αντιλήψεις» διαπίστωνε.

«Ο καθένας μας έφερε έναν ολόκληρο κόσμο στο τραγούδι. Και ο Θεοδωράκης με την πολιτική του τοποθέτηση κουβάλησε μια ολόκληρη μυθολογία στο ελληνικό τραγούδι και του λόγου μου με μια όχι πολιτική τοποθέτηση –στη μουσική– έφερα μια ολόκληρη προσωπική μυθολογία. Κατά συνέπεια η παρουσία μας δεν ήταν μόνο μουσική» συμπέραινε ο Χατζιδάκις.

«Βλέποντας τώρα τις ομοιότητες και τις διαφορές μας με την απόσταση του χρόνου, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός έχει τελικά δίκιο να μας ταυτίζει. Κι αυτό γιατί θεωρώ πως η μεγαλύτερη ίσως προσφορά μας υπήρξε η συμβολή μας στην εξέλιξη και διαμόρφωση του ελληνικού τραγουδιού. Ενώ η κοινή μας αγάπη για την ποίηση και τους ποιητές οδήγησε την έμπνευσή μας σε κείμενα μεγάλης αξίας που ντυμένα στις μελωδίες μας έγιναν κτήμα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού» συμπέραινε ο Θεοδωράκης.

Όταν ο Μάνος “έφυγε”, ο Μίκης δήλωσε ότι ήταν ο πιο σημαντικός Έλληνας…

Ο Μάνος και ο Μίκης άλλαξαν την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού θεμελιώνοντας το έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Ένα είδος που στην πραγματικότητα προ αυτών δεν υπήρχε. Υπήρχε το ρεμπέτικο και το ελαφρό τραγούδι. Και οι συνθέτες που ήταν αφοσιωμένοι στη συμφωνική μουσική.

Εκείνοι είχαν τη θεία φώτιση, εκκινώντας από το ρεμπέτικο, να μπολιάσουν το τραγούδι με τη συμφωνική μουσική και την ποίηση. Η πρώτη πέτρα που μπήκε στα θεμέλια ήταν ο «Επιτάφιος». Και στη συνέχεια πραγματοποίησαν μία εποποιία. Το κοινό εφηβικό τους όνειρο. Να φτάσει η ανώτερη μουσική και τα νοήματα των ποιητών στα αυτιά και την καρδιά του απλού κόσμου…

Ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης ήταν οι δύο όψεις μιας χρυσής λίρας για τον Ελληνικό Πολιτισμό. Του πιο ακριβού νομίσματος που είχε ως έμβλημα το μουσικό κλειδί. Οι δυο τους εξέφρασαν τις αγωνίες της ελληνικής ψυχής στο πεντάγραμμο. Ο Μάνος το συναίσθημα, ο Μίκης τον αγώνα.

Είναι άτοπο να αναζητηθεί ποιος είναι υπέρτερος του άλλου, γιατί ήταν γεννημένοι ισότιμοι και για να δράσουν παραπληρωματικά. Η ζυγαριά δεν μπορεί να γείρει ούτε προς τη μία ούτε προς την άλλη πλευρά. Η Ελλάδα είχε ανάγκη και τους δύο. Τον Μάνο για να ονειρευτεί, τον Μίκη για να αγωνιστεί…



Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Ένας σύγχρονος Σωκράτης...

Ο Μάνος Χατζιδάκις, αν και δεν ασχολήθηκε ενεργά με τα κοινά, ήταν ένας ενεργός πολίτης. Πολιτεύθηκε με τις ιδέες του, που υπερασπίστηκε με πάθος, ενάντια στους επικριτές του. Χαρακτηρίστηκε «αριστερός της δεξιάς» βάσει μιας δήλωσής του. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν άνηκε ποτέ σε κανέναν κομματικό χώρο. Γιατί οι ιδέες του ήταν υπερκομματικές, οικουμενικές και πανανθρώπινες.

Ήταν ένας άνθρωπος που ξεχώριζε για την άγρυπνη ευαισθησία, τον βαθύ στοχασμό, τον δομημένο λόγο, το λεπτό χιούμορ, τον γαλλικό ρωτακισμό. Δεν δίστασε να υπερασπιστεί δημόσια ακόμα και την ομοφυλοφιλία του σε μια εποχή που η ομοφοβία χτυπούσε κόκκινο.

Σαν αρχίσει το πρόσωπο του Τέρατος να μη μας τρομάζει
πάει να πει πως αρχίζουμε να του μοιάζουμε…

Ασυμβίβαστος και αντικομφορμιστής, είχε το θάρρος να συγκρουστεί πρώτος με τον αυριανισμό, προτού το τέρας του λαϊκισμού καταπιεί τον γεννήτορά του. Στηλίτευσε την αυθαιρεσία της εξουσίας. Πολέμησε τις φασιστικές ιδέες. Στάθηκε δίπλα στους αδύναμους και απέναντι στους ισχυρούς. Και αντιστάθηκε στην υποκρισία των καιρών του με την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του…

Αποκλήθηκε, καθ’ υπερβολήν αλλά καθόλου τυχαία, ένας σύγχρονος Σωκράτης. Η σκέψη του είχε μια σπάνια πνευματική διαύγεια. Η κρίση του ήταν δίκαιη. Και ο δημόσιος λόγος του, προφορικός ή γραπτός, εκφραζόταν πάντα με παρρησία και ευγλωττία.

Ο Μάνος Χατζιδάκις αποτέλεσε υπόδειγμα πολίτη με το ήθος και τις ιδέες του. Σε όλη του τη ζωή υπηρέτησε τις αξίες της. Δείχνοντας τον δρόμο της φαντασίας και της δημιουργικότητας. Αρετές που διατήρησε ακέραιες μέχρι την τελευταία του ανάσα…

Ως συμπεριφορά είμαι μεγαλοαστός.
Ως καλλιέργεια είμαι ποιητής.
Και ως βαθύτερη ιδιοσυγκρασία είμαι λαϊκός.




ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Το ταξίδι στ’ άστρα…

Στις 22 Φεβρουαρίου 1993 ο Μάνος Χατζιδάκις διευθύνει για τελευταία φορά ορχήστρα. Την Ορχήστρα των Χρωμάτων στο Μέγαρο Μουσικής. Μετά από αυτήν τη συναυλία πηγαίνει στην εντατική. Γνώριζε για την καρδιακή κάμψη και ότι δεν έπρεπε να κουράζεται, αλλά αγνόησε τις συστάσεις για να βρεθεί στο πόντιουμ. Παρότι είχε περάσει δύο εμφράγματα…

«Πριν από τον θάνατο της μητέρας μου δεν μπορούσα να περάσω ούτε έξω από νεκροταφείο. Αλλά μετά, όταν την επισκεπτόμουν απογευματινές ώρες, νύχτωνε σχεδόν και ήμουν ακόμα εκεί· άρχισα να συμφιλιώνομαι με την ιδέα. Είδα διαφορετικά την έννοια του θανάτου» δηλώνει μία εβδομάδα πριν φύγει από τη ζωή και εκμυστηρεύεται στο περιβάλλον του ότι ετοιμάζεται για την επιστροφή του στα άστρα…

«Είχε αποφασίσει να φύγει. Δεν ήθελε για πολλούς λόγους να συνεχίσει να ζει εδώ. Αυτό ίσως ακούγεται ποιητικό, αλλά είναι η αλήθεια. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν ότι μπορούν να αποφασίσουν την αναχώρησή τους. Αυτό ο Μάνος το κατάφερε» ήταν η εκτίμηση του θετού του γιου, που έβλεπε το σώμα του πατέρα του να γερνάει, αλλά τη σκέψη του να παραμένει μέχρι το τέλος νεανική.

«Οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν πεθάνει. Λοιπόν, μόλις θεωρήσω ότι η εργασία μου ολοκληρώθηκε, θα φύγω κι εγώ. Δεν έχει τίποτα να χάσει ο πολιτισμός ούτε να κερδίσει μ’ αυτό» δήλωνε όταν είχε χάσει τη συντροφιά του Γκάτσου, του Τσαρούχη και του Κουν.

«Θέλω ν’ απαλλαγώ από όλες τις εφήμερες και κάπως μάταιες απολαύσεις που με έδεναν τόσο καιρό με το χώμα, με τη γη και να πετάξω προς τον θάνατό μου. Και πού ξέρεις; Ίσως πετώντας προς αυτόν θυμηθώ τον ξεχασμένο μου προορισμό… την πορεία μου προς τα άστρα. Άδειος και ολόφωτος» ήταν μια άλλη συγκλονιστική εξομολόγησή του. «Ελπίζω να πεθάνω ελεύθερος» είχε πει επίσης σε ανύποπτο χρόνο...

Η σημασία των πουλιών υπάρχει μόνο όταν πετούν.
Για να θυμίζουνε τον ξεχασμένο προορισμό μας
που είναι κάποτε να πετάξουμε κι εμείς...

Ο «Μεγάλος Ερωτικός» απεβίωσε το 1994, ακριβώς μισό αιώνα από το ντεμπούτο του στο πεντάγραμμο ως συνθέτης. “Έφυγε” για λόγους καρδιάς – αυτή που έκανε να χτυπάει διαφορετικά με τις νότες του. Πριν κλείσει τα 69 του χρόνια, όταν είχε ήδη “φύγει” η συντροφιά του. 101 μέρες μετά τη Μελίνα και σχεδόν δύο χρόνια μετά τον Γκάτσο. Μία ημέρα μετά την επέτειο της πρεμιέρας της «Οδού Ονείρων», στις 15 Ιουνίου. Τότε η αναπνοή του έμελλε να ενωθεί για πάντα με το ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου…

«Η πιο μεγάλη φιλοδοξία μου είναι ότι θέλω να ελέγξω τον θάνατό μου όσο γίνεται περισσότερο» είχε πει και τα κατάφερε. Ήταν επιλογή του να μην ταφεί στο Πρώτο Νεκροταφείο που αναπαύονται οι μεγαλύτερες προσωπικότητες της χώρας. Αλλά στο Κοιμητήριο της Παιανίας, σ’ ένα τοπίο που αγαπούσε. Και η κηδεία του να μη γίνει δημοσία δαπάνη με το σύνηθες λαϊκό προσκύνημα. Η νεκρώσιμη ακολουθία του ήταν όντως μία θεία λειτουργία. Με σιωπή και σεβασμό. Χωρίς επικήδειους, υπερβολές και μελοδραματισμό.

Εκείνος πήγε μια βόλτα στο φεγγάρι. Ταξίδεψε στον ουρανό που ύμνησε τόσο με τα τραγούδια του. Εκεί που άνηκε πάντοτε και η υπερευαίσθητη ψυχή του. Για να βρεθεί στα ίδια σύννεφα με όσους είχε χάσει…

Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας
Θέλω με τη σιωπή
Που σμίγουν τα όνειρά μας

«Τους ανθρώπους που έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί, τους έχουμε καθημερινά μέσα μας και τους κουβαλάμε σ’ ολόκληρη τη ζωή μας» είχε γράψει σε κείμενό του.


Μια λιτή στήλη με το ονοματεπώνυμό του γραμμένο ολογράφως με τον γραφικό του χαρακτήρα κοσμεί την τελευταία του κατοικία. Σ’ αυτήν είναι χαραγμένη η τελευταία στροφή από το «Τραγούδι του Δρόμου» του αγαπημένου του φίλου Νίκου Γκάτσου

Το πανηγύρι ετούτο θα τελειώσει.
Όμως μαγεμένος θα ’ναι ο κόσμος, η καρδιά και ο νους.
Μ’ ένα τραγούδι πάντα ανοίγει ο δρόμος για τους ουρανούς.

«Λατρεύω κάθε νέο μηχάνημα που βγαίνει και το αγοράζω. Είπα δε στους δικούς μου ανθρώπους, όταν πεθάνω, να μη βάζουν καντήλια, ούτε να φέρνουν λουλούδια στον τάφο μου. Αλλά ν’ αφήνουν τα διαφημιστικά φυλλάδια για ό,τι καινούργιο παρουσιάζει η τεχνολογία. Για να ενημερώνομαι κι εκεί που θα ’μαι» ήταν μία μακάβρια δήλωση του εν ζωή για την τελευταία του κατοικία.

«Ανήκω σ’ αυτούς που με ανακάλυψαν και θα με ανακαλύψουν» είχε πει επίσης προφητικά. Σήμερα κάθε άνθρωπος αναζητεί στις νότες τον χαμένο Χατζιδάκι, που έχει μείνει ζωντανός με το έργο του.

«Τίποτε ωραιότερο από το να μείνω –όσο θα μείνω– στη μνήμη όσων συνομίλησα μαζί τους» είχε δηλώσει άλλοτε…


Το 2019 ο δήμος Αθηναίων μετονόμασε σε «Μάνου Χατζιδάκι» την οδό Κωνσταντίνου Μάνου στο Παγκράτι, όπου είχε μείνει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα. Από το 1996, άλλωστε, μια αναμνηστική πλάκα από τον Ροτοριανό Όμιλο Αθηνών Νότου στον αριθμό 3 υπενθύμιζε στον περαστικό πού είχε ζήσει ο συνθέτης από το 1936 έως το 1962, με μια φράση του από το τραγούδι της «Οδού Ονείρων»: «Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή».


Η πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι λέγεται πλέον κι αυτή «Μάνου Χατζιδάκι», καθώς εκεί βρίσκεται ο «Μαγεμένος Αυλός». Το αγαπημένο στέκι του συνθέτη, στο οποίο φιλοξενείται σήμερα ένας πίνακας του Επαμεινώνδα Δασκαλόπουλου που τον απεικονίζει να δειπνεί ανάμεσα σε άλλες προσωπικότητες και μία προσωπογραφία του διά χειρός Νάσου Κωνσταντόπουλου τοποθετημένη πάνω στο πιάνο του.


Το σπίτι που έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ξάνθη, ανακαινισμένο, έχει παραδοθεί στο κοινό ως πολυχώρος τέχνης και σκέψης. Το σπίτι του στην Αθήνα, στην οδό Ρηγίλλης, φιλοξενεί ακόμα τα πιάνα, τις χειρόγραφες παρτιτούρες και όλο το πολύτιμο αρχείο του. Αλλά και το χρυσό αγαλματίδιο του Όσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά»…

Τα τραγούδια που μας κληροδότησε παραμένουν αθάνατα. Κι ανοίγουν κάθε μέρα τον δρόμο για τον ουρανό στους ακροατές κάθε ηλικίας…

Καληνύχτα, Μάνο. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Εσύ τον έπλασες με υλικό τα όνειρά μας. Αυτά που μελοποίησες με τον πιο μαγικό τρόπο. Τις μελωδίες σου τις ακούμε μέσα μας πριν ηχήσουν τα όργανα. Όποτε βλέπουμε το φεγγαράκι και την ακρογιαλιά. Και ερωτευόμαστε με τις νότες σου πριν καν ερωτευτούμε…

Σήμερα αν ξαναρχόμουν στον κόσμο
θα ερχόμουν μόνο για να κάνω έρωτα και να φύγω.
Και για το μόνο που θα λυπηθώ όταν θα φύγω
θα ’ναι για τον έρωτα που θα χάσω
για τα πρόσωπα που δεν θα γνωρίσω…



Υποσημειώσεις:

1. Σύμφωνα με τη μουσικολόγο Αλέκα Συμεωνίδου, τα έργα του Μάνου Χατζιδάκι αθροίζουν σε 182. Συγκεκριμένα είναι 2 για όπερα, 4 για τη σκηνή, 7 για μπαλέτο, 26 φωνητικά για κύκλους τραγουδιών, 10 ορχηστρικά, 10 για μουσική αρχαίου δράματος, 49 για σκηνική μουσική, 72 για μουσική κινηματογράφου και 135 άλμπουμ μεταξύ 1947-1993.

2. Ο Χατζιδάκις διασκεύασε ρεμπέτικα τραγούδια στα εξής έργα του: «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1959), «Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη» (1962), «Ο Σκληρός Απρίλης του 45» (1974), «Τα Πέριξ» (1974) και «Η Φλέρυ Νταντωνάκη στα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι» (1991). Στις 31 Ιανουαρίου του 1949, στο θέατρο Τέχνης, είχε δώσει την ιστορική διάλεξη με τίτλο: «Ερμηνεία και θέση του ρεμπέτικου τραγουδιού», με καλεσμένους τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Μάρκο Βαμβακάρη. «Αυτοί οι δύο άνθρωποι που κάθονται μπροστά είναι ο Μπαχ και ο Μπετόβεν της Ελλάδας» είχε πει χαρακτηριστικά…


3. Το «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» γράφτηκε για την ταινία «Το Νησί των Γενναίων» (1959) του Ντίμη Δαδήρα. Εκεί το ερμήνευε η πρωταγωνίστρια Τζένη Καρέζη. Το πώς o συνθέτης μελοποίησε τελευταία στιγμή τους στίχους του Γιάννη Ιωαννίδη περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο που έγραψε για εκείνη ο πρώτος σύζυγός της, ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε την ίδια χρονιά και σε δίσκο με τη φωνή της Μαίρης Λω.


Το 1962, διασκευασμένο σε «All Alone Am I» από τον στιχουργό Arthur Altman και ηχογραφημένο από την Brenda Lee, κατέκτησε το βραβείο της Country Music Association και έφτασε στη θέση Νο 3 του Billboard Hot 100. Το 2017 με ερμηνεύτρια την Alison Krauss ξαναβρέθηκε στην πρώτη δεκάδα του Billboard.


4. Η μουσική του για την κωμωδία «Όρνιθες» του Αριστοφάνη αξιοποιήθηκε από τον Μορίς Μπεζάρ, ο οποίος θέλησε να παρουσιάσει το έργο ως όπερα-μπαλέτο. Την άνοιξη του 1965 το σκηνοθέτησε και το χορογράφησε με τα Μπαλέτα του 20ου αιώνα στην Όπερα των Βρυξελλών. Με τον Μάνο Χατζιδάκι στη μουσική διεύθυνση. Συνεργάστηκαν επίσης το 1973 στην «Τραβιάτα» του Βέρντι στην Όπερα των Βρυξελλών, το 1985 στην παράσταση «Διόνυσος» του Μπεζάρ στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και το 1993 στην παράσταση «Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ο Μπεζάρ είχε δηλώσει: «Πιστεύω ότι είναι πολύ μεγάλη η μουσική του Χατζιδάκι. Βρίσκω συσχετισμούς λεπτούς, βαθείς με τον Μότσαρτ, με τον Μάλερ…»

5. Αξιοσημείωτη είναι και η συνεργασία του Μάνου Χατζιδάκι με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble στον δίσκο «Reflections», που ηχογραφήθηκε το 1970 στη Νέα Υόρκη. «Ο Χατζιδάκις ήταν ο πιο ταλαντούχος μουσικός που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου» θα δήλωνε χρόνια αργότερα ο Μάικλ Κέιμεν. «Μια μετενσάρκωση […] ενός αρχαίου έλληνα σοφού στην εποχή μας», σύμφωνα με το μέλος του ιστορικού σχήματος. Ο Μάρτιν Φούλτερμαν είχε κάνει επίσης την εξής εκτίμηση: «Ο Μάνος μνημονεύεται μέχρι σήμερα για το “Ποτέ την Κυριακή” και το “Τοπ Καπί”, σίγουρα όμως δεν αναγνωρίστηκε όσο του άξιζε, αφού δεν υστερούσε σε τίποτα συγκρινόμενος με άλλους ευρωπαίους συνθέτες σαν τον Νίνο Ρότα, τον Ένιο Μορικόνε, τον Τζον Μπάρι, τον Μισέλ Λεγκράν…»

6. Από μία ιδέα του συνθέτη Νίνο Ρότα, ο σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι είχε προτείνει στον Μάνο Χατζιδάκι να γράψει τη μουσική για την ταινία «Η Πόλη των Γυναικών» (1980), αλλά ο έλληνας συνθέτης δεν την αποδέχτηκε.

7. Το 1960, στην Α΄ Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου (όπως ονομαζόταν τότε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), ο Μάνος Χατζιδάκις κέρδισε το βραβείο μουσικής για τη μουσική του στην ταινία «Το Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου. Σ.σ.: Σήμερα προξενεί εντύπωση ότι δεν βραβεύτηκε εκείνη που έγραψε την ίδια χρονιά για τη «Μανταλένα» του Ντίνου Δημόπουλου, καθώς αυτή ξεχώρισε περισσότερο στον χρόνο λόγω εξαιρετικών τραγουδιών («Θάλασσα Πλατιά», «Μες σ’ αυτή τη βάρκα») και ευφάνταστων μοτίβων.

8. Ο Μάνος Χατζιδάκις διετέλεσε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας την περίοδο 1975-1982 και αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής την περίοδο 1975-1977. Παλαιότερα είχε ιδρύσει και διευθύνει και την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-1966). Η Ορχήστρα των Χρωμάτων ιδρύθηκε το 1989.

9. Το 1962 ο συνθέτης είχε χρηματοδοτήσει τον διαγωνισμό σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη. Χρόνια αργότερα διοργάνωσε τις Μουσικές Γιορτές (1978-1981) στα Ανώγεια της Κρήτης, το καλλιτεχνικό φεστιβάλ Μουσικός Αύγουστος (1980-1981) στο Ηράκλειο Κρήτης, τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού (1981-1982) στην Κέρκυρα και τους Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας (1991).

10. Η θητεία του Μάνου Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας διήρκησε από το 1975 έως το 1982. Από τις πιο γνωστές εκπομπές εκείνης της περιόδου ήταν η παιδική «Εδώ Λιλιπούπολη» και η πεντάλεπτη «Τα σχόλια του Τρίτου». Στην τελευταία έγραφε και παρουσίαζε ο ίδιος τα κείμενά του.

11. Το περιοδικό «Τέταρτο» εκδόθηκε το 1985. Στα έντεκα πρώτα τεύχη του ήταν διευθυντής ο Μάνος Χατζιδάκις. «…Υπήρξε κατ’ ουσίαν τότε ένα πολιτικό περιοδικό, γιατί εγώ βαθιά μέσα μου είμαι πολιτικοποιημένος» δήλωσε ο ίδιος μεταγενέστερα.

12. Μεταξύ των ελλήνων συνθετών μόνο ο Γιάννης Σπανός φαίνεται να πλησιάζει με τις μελωδίες του τον χατζιδακικό λυρισμό. Βλέπε τη συνέντευξή του στον γράφοντα, όπου ερωτάται για τον παραλληλισμό.

13. Με τον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949) τον έχει συγκρίνει ο δισκογραφικός παραγωγός Μάκης Μάτσας σε κείμενό του: «Ως συνθέτης ο Μάνος Χατζιδάκις θα έλεγα χωρίς κανέναν δισταγμό ότι υπήρξε εφάμιλλος του Σκαλκώτα. Ενώ όμως εκείνος έγινε μεγάλος με ό,τι μας διδάσκει το ωδείο, ο Χατζιδάκις επέλεξε συνειδητά να μη σπουδάσει και να μείνει αυτοδίδακτος».

14. Το 1943 έγραψε το πρώτο του τραγούδι ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν περνούσε το κατώφλι της ενηλικίωσης. Ήταν σε στίχους του Γιάγκου Αραβαντινού και είχε τίτλο: «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς».


15. «Αν τώρα ενδιαφέρεστε να μάθετε τη βαθύτερη πορεία μου στο ελαφρό τραγούδι, θα έλεγα πως ξεκίνησα απ’ την αλήθεια που περικλείει το ρεμπέτικο λαϊκό τραγούδι και η βυζαντινή μουσική. Παίρνοντας στοιχεία και από τα δύο, προχώρησα ως την αρχαία τραγωδία και τελικά μέσα απ’ την προέκταση που τους έδωσα, ξαναγύρισα στο ελαφρό τραγούδι με τη φιλοδοξία να το ενώσω με το λεγόμενο έντεχνο σοβαρό τραγούδι, όπως έκανε ο Κουρτ Βάιλ στο γερμανικό τραγούδι» έλεγε ο ίδιος ο Χατζιδάκις για την πορεία του ανάμεσα στα μουσικά είδη.

16. Ο Μάνος Χατζιδάκις, αν και δεν πέρασε απ’ τους καθιερωμένους κύκλους επίσημων μουσικών σπουδών, την περίοδο της Κατοχής είχε δάσκαλο τον Μενέλαο Παλλάντιο σε ιδιαίτερα θεωρητικά μαθήματα. «Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς γλίτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου» είχε πει κάποτε σαρκαστικά ο ίδιος, χαρακτηρίζοντας τα ωδεία «ναούς της μουσικής αναπηρίας».

17. Για τη γνωριμία τους, ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε σε κείμενό του: «Ήταν ένας νέος λεπτός, με κοντό σγουρό μαλλί και μεγάλα μαύρα μάτια, που φυσικά έγραφε κι εκείνος στίχους ελεύθερους, όταν όμως είδε ότι τα χειρόγραφά του δεν προξενήσανε την εντύπωση που προσδοκούσε, το γύρισε αμέσως αλλού. Ήτανε, λέει, και μουσικός. Μουσικός; Απορήσαμε όλοι μας. Δηλαδή τι μουσικός; Βιολιστής; Πιανίστας; Όχι, όχι, μας εξήγησε. Ήταν συνθέτης. Ε, αυτό δεν το περιμέναμε. Υπήρχε λοιπόν στην Ελλάδα ένα τέτοιο είδος; […] Κοιτάξαμε τον νεαρό συνομιλητή μας με δυσπιστία. Επιτέλους, αν έλεγε αλήθεια, δεν είχε παρά να μας το αποδείξει. Τον οδηγήσαμε αμέσως στο σπίτι του Βαλαωρίτη, κι εκεί ο Μάνος Χατζιδάκις –αυτός ήταν ο νέος συνθέτης– κάθισε στο πιάνο. Δεν έχει πια καμία σημασία τι μας έπαιξε εκείνο το απομεσήμερο. Όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα, δεν υπήρχε τίποτε συγκεκριμένο στον νου του, απλώς αυτοσχεδίασε. Το αθώο ψέμα που μεταχειρίστηκε για να μας πλησιάσει και να κινήσει το ενδιαφέρον μας δεν τον εμπόδισε καθόλου, φτάνει που βρέθηκαν τα δάχτυλά του επάνω στα πλήκτρα, να το ανατρέψει και να το κάνει μια μαγική αλήθεια. Τόσο πολύ θα ’λεγες ότι ο αυτοδημιούργητος αυτός νέος ήταν ξεχειλισμένος από μελωδικότητα, τόσο πολύ γειτόνευε με μια περιοχή παρθένα, γεμάτη από ανεκμετάλλευτους ήχους και ρυθμούς, που έφτανε να τη σκουντήξει λιγάκι με τον αγκώνα του επάνω στο πιάνο για να γεμίσει το δωμάτιο, να γεμίσει αργότερα η Ελλάδα κι ο κόσμος όλος από μια άλλου είδους γοητεία».

18. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις έλεγε για τη φιλία του με τον νομπελίστα ποιητή: «…Με τον Ελύτη μάς συνδέουν πολλά, μα βασικά μάς συνέδεσε το γεγονός πως και οι δυο δεν ξέραμε διόλου Μουσική εκείνον τον καιρό που πρωτοσυναντηθήκαμε. Την υποπτευόμασταν. Κι αυτό μας έκανε φανατικά φίλους της Μουσικής κι όλης της Τέχνης γενικά, χωρίς να υποταχτούμε σ’ ό,τι υπήρχε. Τις παρέες, βλέπετε, δεν τις ενώνει μόνο η κοινή γνώση σε κάτι, αλλά και η κοινή άγνοια, τις περισσότερες φορές».

19. Το «Βαλς των χαμένων ονείρων» γράφτηκε για την ταινία «Χαμένα Όνειρα» (1961) του Αλέκου Σακελλάριου. Σε κείμενο του σκηνοθέτη διαβάζουμε: «…Θυμάμαι στην πρώτη ιδιωτική προβολή που κάναμε για τα “Χαμένα Όνειρα” για να δει ο Μάνος την ταινία, να εμπνευστεί και να την ντύσει με μουσική, στα πρώτα πέντε λεπτά κοιμήθηκε και ξύπνησε πριν τελειώσει. “Μάνο μου, μήπως πρέπει να την ξαναδείς;”. “Δεν χρειάζεται σε λίγες μέρες θα έχεις τη μουσική”, μου απάντησε. Κι έτσι έγινε! Η μουσική ήταν καταπληκτική. Ο Μάνος έγραψε αυτό το μαγικό “Βαλς των χαμένων ονείρων”, που θεωρείται η καλύτερη μελωδία του στον κινηματογράφο. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που συνεργάστηκα μ’ αυτόν τον ογκόλιθο της μουσικής μας, που κι οι δυο είχαμε την ίδια αγάπη και λατρεία για την τέχνη μας».

20. Το ορχηστρικό έργο «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας» ηχογραφήθηκε το 1965 στην Αμερική με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς. Έκτοτε γνώρισε πολλές επανεκδόσεις και σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο εμπορικούς ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών. Είχε γραφεί ότι στα σχέδια του συνθέτη ήταν να γράψει στίχους και ο Νίκος Γκάτσος – κάτι που δεν έγινε ποτέ. Μόνο στο τελευταίο ορχηστρικό θέμα έγραψε στίχους ο ίδιος ο συνθέτης το 1987 και έτσι προέκυψε το τραγούδι «Χορός με τη Σκιά μου». Στο σημείωμα του δίσκου ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει μεταξύ άλλων: «Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ έναν συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες τη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογος της κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί».


Το βράδυ σπίτι μου γυρίζω
κυνηγημένη σαν πουλί.
Μες στα σεντόνια μου αντικρίζω
τον θάνατο να με καλεί.

Κρύβω στα χέρια την καρδιά
παίρνω απ’ τις πόρτες τα κλειδιά
και προσπαθώ να του ξεφύγω
κρυφά σαν τα μικρά παιδιά.

Κυλώ σαν δάκρυ στη σιωπή
μέσα στου κόσμου την ντροπή
και σαν τα ρούχα μου ξεσκίζω
γυμνή μ’ αρπάζει η αστραπή.

Στους δρόμους σύντροφο γυρεύω.
Μια μπάντα παίζει τον ρυθμό.
Σκίζω τους τοίχους και χορεύω
να βρω τον άγνωστο αριθμό.

Κοιτάω μ’ ελπίδα μια φωτιά
που ανάβει έν’ άστρο στο νοτιά.
Άραγε να ’ναι ’κει το φως μου
το φως ή η ατέλειωτη ερημιά.

Φοβάμαι του όχλου τη χολή.
Ένας τυφώνας με καλεί.
Η αγάπη χάνεται στη μνήμη
κι εγώ χορεύω σαν τρελή.

21. Άλλα διάσημα ορχηστρικά έργα του Χατζιδάκι είναι οι «Δεκαπέντε Εσπερινοί» (1964) και τα «Τριάντα Νυχτερινά» (1983), όπου ήδη γνωστά τραγούδια του παρουσιάστηκαν σε ορχηστρική μορφή. Στο σημείωμα του δίσκου «Δεκαπέντε Εσπερινοί» ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε: «Εσπερινός σημαίνει ευλάβεια Ηλίου, καθώς γυρίζει ευαίσθητος μέσα στην πόλη, γεμάτος από τις αναμνήσεις των ετών, που τέλος γέρνει στο πλάι ν’ αποκοιμηθεί, αφήνοντας τριγύρω του ηχώ φωτός, αποκαλυπτικές διαθέσεις και μια λεπτότατη ευωδία αγάπης. Με Δεκαπέντε Εσπερινούς συλλέγω τη σκορπισμένη ευαισθησία μου και σας την παραδίδω έτσι όπως γεννήθηκε, στ’ αληθινό της βάθρο, εκεί που οι έμποροι δεν θα μπορούν να της χαλάνε την όψη. Όλοι οι Εσπερινοί χαρίζονται στον γιο μου, που αρχίζει τώρα να μετράει τον κόσμο».

22. «Σαν με ρωτήσανε προ ημερών στο Παρίσι τι επιδιώκω με τη μουσική μου, απάντησα πως θέλω να μεταφράζει σ’ όλους τους ξένους που την ακούνε τη φράση “Αγαπάτε την Ελλάδα”» είχε πει ο ίδιος ο Χατζιδάκις για το στίγμα που ευελπιστούσε να αφήσει με τις νότες του στο πεντάγραμμο.

23. Πολλά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χωρίς καμία δόση υπερβολής αριστουργήματα. Εκτός από το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», η «Θάλασσα Πλατιά» (Γιώργου Ρούσσου), το «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» (Γιάννη Ιωαννίδη), το «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι» (Μιχάλη Κακογιάννη), το «Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά» (Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου), το «Αστέρι του Βοριά» (Νίκου Γκάτσου), το «Χασάπικο 40» (Νίκου Γκάτσου) και άλλα.

24. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» των Βασίλη ΤσιτσάνηΑλέκου Γκούβερη κυκλοφόρησε σε δίσκο την ίδια χρονιά που οι Μάνος Χατζιδάκις Νίκος Γκάτσος έγραψαν το «Χάρτινο το Φεγγαράκι». Το 1948.

25. Ο αρχικός τίτλος του «It’s Only a Paper Moon» («Είναι μόνο ένα χάρτινο φεγγάρι») ήταν «If You Believed in Me» («Εάν πίστευες σε μένα») και είχε γραφεί για την παράσταση «The Great Magοο», που είχε ανέβει στο Μπρόντγουεϊ το 1932. Στο έργο «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανέβηκε το 1947, ακουγόταν να το τραγουδάει η ηρωίδα Μπλανς Ντιμπουά στην έβδομη σκηνή, στο μπάνιο της. Στους αγγλικούς στίχους των Yip Harburg και Billy Rose που μετέφρασε ο Γκάτσος υπήρχαν μεταξύ άλλων και οι φράσεις «χάρτινο φεγγάρι», «αν πίστευες σε μένα» και «χωρίς την αγάπη σου» που παρέμειναν σχεδόν αυτούσιες και στο ελληνικό τραγούδι.

26. Ένα ορχηστρικό απόσπασμα από το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» ακούγεται και στην ταινία «Η Αγνή του Λιμανιού» (1952) του Γιώργου Τζαβέλλα. Ο Μάνος Χατζιδάκις όχι μόνο υπογράφει τη μουσική της, αλλά εμφανίζεται και στο φιλμ – στη μοναδική εμφάνισή του στον κινηματογράφο. Στη σκηνή όπου παίζει πιάνο στο καμπαρέ, ενώ η Μαίρη Πορτοκάλλη ερμηνεύει το ανέκδοτο τραγούδι του «Είναι Καημός».


27. Ο Μάνος Χατζιδάκις θυμόταν υπό ποιες συνθήκες συνέθεσε το ολιγόλεπτο αριστούργημά του: «Δεν ήταν εύκολο πράγμα να ακούγεται ένα τραγούδι σαν το “Xάρτινο το φεγγαράκι” την εποχή εκείνη, μιας και αυτό ηχούσε σαν μια περίεργη μελωδική κατασκευή. Κι εγώ τότε είχα να υποστηρίξω αυτό το τραγούδι. Πρώτα να το υποστηρίξω στο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς, που γινόταν στη Νέα Ορλεάνη και ήταν δεμένο με την τζαζ και με τα στοιχεία αυτά της Νέας Ορλεάνης – άλλωστε, υπάρχει η θαυμάσια ταινία του Καζάν, με την εξίσου θαυμάσια μουσική του Άλεξ Νορθ, που κατάφερε μ’ έναν μοναδικό τρόπο να δένει η μουσική του με την ατμόσφαιρα της Νέας Ορλεάνης. Λοιπόν, το να κάνεις κάτι το εντελώς αντίθετο στον τόπο σου και να ερμηνεύεις σωστά ένα έργο ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση, κι έπρεπε να ’χεις πολύ γερά μουσικά κότσια, ώστε να επιβάλεις –παρά τη λογική, παρά την ιστορία– ένα άλλο κλίμα που να ερμηνεύει ίσως και πιο σωστά την ουσία του έργου».


28. Στην αυτοβιογραφία της Νάνας Μούσχουρη διαβάζουμε: «Όταν ο Νίκος (Γκάτσος) άκουσε “Το Φεγγαράκι” στη δική μου ερμηνεία, διαφώνησε και είπε ότι προτιμούσε τον τρόπο της Μελίνας, που είχε σφραγίσει την περίφημη παράσταση του Κουν “Λεωφορείον ο Πόθος” του Τένεσι Ουίλιαμς. “Δεν είμαι βέβαιος ότι η Νάνα έχει καταλάβει τους στίχους” αποφάνθηκε. Ο Μάνος τού απάντησε ότι “όχι μόνο τους έχει καταλάβει, αλλά έχει και μία αινιγματική ερμηνεία που τους δίνει νέο ύφος”».

29. Το ισπανόφωνο «Η Άλλη Πλευρά του Ποταμιού», από την ταινία «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας», θα κέρδιζε το Όσκαρ Τραγουδιού 44 χρόνια μετά τα «Παιδιά του Πειραιά», το 2005. Στο ενδιάμεσο όλα τα τιμηθέντα με το χρυσό αγαλματίδιο τραγούδια ήταν αγγλόφωνα. Όπως και όλα πριν από το τραγούδι του Χατζιδάκι. Η συγκεκριμένη κατηγορία είχε θεσπιστεί το 1934, με αποτέλεσμα τα «Παιδιά του Πειραιά» να κάνουν μία τομή στην ιστορία των Όσκαρ μεταξύ των περιόδων 1934-1960 και 1962-2004. Σαν μία εξαίρεση στον άγραφο κανόνα να κερδίζει πάντα το Όσκαρ ένα τραγούδι με αγγλικούς στίχους…

30. Αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία του Γιώργου Παυριανού, που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια το χρυσό αγαλματίδιο στο πάτωμα να κρατάει ανοιχτή την πόρτα στο σπίτι του Χατζιδάκι. Όπως γράφει, ο βραβευμένος συνθέτης τού είχε πει: «Έχει μεγάλη ιστορία αυτό το Όσκαρ. Δεν πήγα να το παραλάβω στην απονομή και όταν χρειάστηκε να φωτογραφηθώ με αυτό, μου δάνεισε η Κατίνα Παξινού το δικό της! Είχε πάρει Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου στο “Για ποιον χτυπάει η καμπάνα”. Μετά μου έστειλαν από την Αμερική το δικό μου. Μια μέρα που είχα τα νεύρα μου το πέταξα στα σκουπίδια, αλλά το βρήκε η καθαρίστρια και το έδωσε στην αδελφή μου. Έτσι ξαναγύρισε σε μένα και τώρα μπορώ να το κρατήσω, γιατί συμβολικά και πρακτικά μου κρατάει την πόρτα ανοιχτή…»

Αδιαφορώ για τη δόξα.
Με φυλακίζει μέσα στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ…

31. Σύμφωνα με αφήγηση του Γιώργου Θεοφανόπουλου-Χατζιδάκι, θετού γιου του Μάνου, το πέταγμα του Όσκαρ στα σκουπίδια είχε γίνει στα μέσα της δεκαετίας του 1970: «Ενώ μιλούσε το ίδιο μεσημέρι με την αδελφή του, τη Μιράντα, η τελευταία ακούει την οικιακή βοηθό, η οποία μετέφερε τις σακούλες των απορριμμάτων, να μονολογεί για το ασυνήθιστο βάρος τους. Αμέσως η αδελφή του Μάνου Χατζιδάκι, σαν να υποψιάστηκε κάτι, σηκώθηκε από τον καναπέ και έψαξε τις σακούλες. Εκεί ανακάλυψε το Όσκαρ που είχε πετάξει ο ίδιος ο συνθέτης μερικές ώρες νωρίτερα».

32. Σήμερα το χρυσό αγαλματίδιο διασώζεται στο σπίτι του Χατζιδάκι στην οδό Ρηγίλλης. Σ’ έναν εμφανή συμβολισμό, έχει τοποθετηθεί με γυρισμένη την πλάτη. Στη γωνιά μιας βιτρίνας που στην άλλη της γωνιά φιλοξενεί τον Καραγκιόζη, όπως φαίνεται στη φωτογραφία…


33. Θύμα της απέχθειας του Χατζιδάκι για τα «Παιδιά του Πειραιά» είχε πέσει ακόμα και η Μαρία Κάλλας. «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το μέτριο τραγούδι», της είχε πει ο δημιουργός τους, όταν η τελευταία το τραγούδησε ως δείγμα φιλοφρόνησης προς το πρόσωπό του, καθώς συνέτρωγαν το 1963 σε εστιατόριο του Παρισιού…

34. Μόνο η μελωδία του «Ζορμπά» του Μίκη Θεοδωράκη έχει ταυτιστεί με την Ελλάδα περισσότερο από ό,τι το τραγούδι «Τα Παιδιά του Πειραιά».

35. Τα τραγούδια «Μανούλα μου» και «Ο κυρ Μιχάλης» είχαν γραφτεί το 1959 για το θεατρικό έργο «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (που υπέγραφε και τους στίχους τους). «Είχαν κλίμα διαφορετικό από τ’ άλλα του “Παραμυθιού”. Και πάνω σ’ αυτά βασίστηκα, σαν άρχισα με το καλό το σχέδιο της “Οδού Ονείρων”» είχε παραδεχθεί εκ των υστέρων ο Χατζιδάκις.

36. Εκτός από την «Οδό Ονείρων», άλλη μία θεατρική παράσταση με την υπογραφή του Μάνου Χατζιδάκι ήταν η «Πορνογραφία». Ανέβηκε είκοσι χρόνια μετά την πρώτη, τον Οκτώβριο του 1982, στο θέατρο Σούπερ Σταρ. Αν και σε καμία περίπτωση δεν είχε τη σαρωτική επιτυχία της «Οδού Ονείρων» (το ακριβώς αντίθετο – κατέβηκε σε λιγότερο από δύο μήνες), από αυτήν προέκυψαν τα πολύ γνωστά τραγούδια «Έλα σε Μένα» (Νίκου Γκάτσου) και η «Μπαλάντα των Αισθήσεων και των Παραισθήσεων» (Άρη Δαβαράκη). Για την ακρίβεια, το «Έλα σε Μένα» είχε γραφεί αρχικά για μία παράσταση του Γιώργου Μαρίνου στη Μέδουσα και μετά συμπεριελήφθη στην «Πορνογραφία». Ενώ η «Μπαλάντα των Αισθήσεων και των Παραισθήσεων» είχε ακουστεί προηγούμενα με αγγλικούς στίχους του Shawn Phillips στην ταινία «The Martlet’s Tale» (1970).

37. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» περιλάμβανε έντεκα μελοποιημένα ποιήματα. Συγκεκριμένα τα εξής (με τη σειρά που ακούγονται στον δίσκο): «Με την Πρώτη Σταγόνα της Βροχής» του Οδυσσέα Ελύτη, «Σ’ Αγαπώ» της Μυρτιώτισσας, «Μέρες του 1903» του Κωνσταντίνου Καβάφη, «Ποιος είν’ τρελός από Έρωτα» του Γιώργου Σαραντάρη, «Τα Λιανοτράγουδα» (δημοτικό τραγούδι), «Πέρα στο Θολό Ποτάμι» του Νίκου Γκάτσου, «Το Όνειρο» του Διονύσιου Σολωμού, «Κέλομαι σε Γογγύλα» της Σαπφούς, «Έρωτα Εσύ» του Ευριπίδη, «Πάθη από τον Έρωτα» του Γεώργιου Χορτάτση και «Κραταιά ως Θάνατος Αγάπη» του Σολομώντα.

38. Το χορικό «Έρωτα Εσύ» είχε ήδη μελοποιηθεί από τον συνθέτη πολλά χρόνια πριν από τον «Μεγάλο Ερωτικό». Συγκεκριμένα, το 1956, όταν έγραφε τη μουσική για την παράσταση της «Μήδειας» του Ευριπίδη που θα πρωταγωνιστούσε η Κατίνα Παξινού. Υπό το πρίσμα αυτό, το «Σ’ Αγαπώ» της Μυρτιώτισσας ίσως βάρυνε περισσότερο από κάθε άλλο στην απόφασή του να δημιουργήσει έναν κύκλο τραγουδιών με θέμα τον έρωτα για να συμπεριλάβει τα ποιήματα που θα μελοποιούσε.

39. Λίγους μήνες πριν από τον «Μεγάλο Ερωτικό» είχαν κυκλοφορήσει οι δίσκοι «Επιστροφή (σε ενορχήστρωση Δήμου Μούτση) και «Της Γης το Χρυσάφι» (σε ενορχήστρωση Γιάννη Σπανού) με εξαιρετικά ερωτικά τραγούδια του διδύμου Χατζιδάκι-Γκάτσου. Μεταξύ άλλων: «Η Πίκρα Σήμερα», «Χασάπικο 40», «Αγάπη μέσα στην Καρδιά», «Η Μικρή Ραλλού», «Άσπρο Περιστέρι» και άλλα.

40. Το 1973 προβλήθηκε η ταινία «Ο Μεγάλος Ερωτικός». Ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του Παντελή Βούλγαρη βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Μάνου Χατζιδάκι, με πλάνα που τραβήχτηκαν από τις ηχογραφήσεις. Ο σκηνοθέτης θυμόταν: «Πρόλαβα να συναντήσω τον Μάνο στο στούντιο και να δω πώς έγραφε τη μουσική στα τρία τελευταία τραγούδια του “Μεγάλου Ερωτικού”. Καταρχάς, το κλίμα, η ατμόσφαιρα ήταν μαγική, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι ουσιαστικά λειτουργούσε ως ένας σκηνοθέτης των λέξεων και των ήχων. Είχε μια πολύ ιδιαίτερη ευαισθησία στο πώς ακούγονται ή πώς ερμηνεύονται οι λέξεις και ουσιαστικά υπήρχε μια δραματουργική εξέλιξη της φωνής και της μουσικής αφήγησης του στίχου».

41. Από την προετοιμασία του έργου ο Δημήτρης Ψαριανός θυμόταν: «…Ο Χατζιδάκις κάθισε στο πιάνο, από πάνω εμείς και άρχισε να σιγοπαίζει τα τραγούδια. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τις μελωδίες του “Μεγάλου Ερωτικού” και θυμάμαι –γιατί μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση– μια γέφυρα μουσική από “Το Όνειρο” του Σολωμού, με τι δεξιοτεχνία και με τι ψυχή το έπαιζε. Άρχισα, λοιπόν, να μπαίνω σ’ ένα μουσικό τοπίο ομιχλώδες και ήμουν σε μια έκσταση, σαν να πετάω. Η Φλέρυ δίπλα μου, μια εκπληκτική τραγουδίστρια, να την κοιτάζω και να είμαι μέσα σε όνειρο. Όμορφα και ήσυχα, αρχίσαμε να μαθαίνουμε τα τραγούδια. Θυμάμαι στα “Λιανοτράγουδα”, όταν αρχίζουν να μπλέκονται οι φωνές, πώς τα λέγαμε. Μου μάθαινε τη δική μου φωνή, μάθαινε της Φλέρυς, ήταν ένα όνειρο πραγματικό». Και από την ηχογράφηση μνημόνευε το εξής χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: «Κάποια στιγμή αρχίζω να τραγουδάω. Σ’ ένα τραγούδι, μάλιστα, που έχω κλείσει και τα μάτια μου και νομίζω ότι το λέω υπέροχα, ξαφνικά ακούγεται: “Στοπ!”. Ανοίγω τα μάτια μου και λέω: “Τι έγινε, μαέστρο μου;”. Και μου λέει: “Δημήτρη, βάλε λίγο υγρασία στη φωνή σου”. Έμεινα εμβρόντητος. Τελικά μάλλον έβαλα υγρασία, διότι τραγούδησα το τραγούδι και του άρεσε πάρα πολύ, οπότε και το κράτησε».

42. Στη δική του μαρτυρία ο εικοσάχρονος τότε σπουδαστής μουσικής Νίκος Κυπουργός καταθέτει: «Είχα την τύχη και παραβρέθηκα σε μία από τις ηχογραφήσεις του “Μεγάλου Ερωτικού”. Για μένα ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία, ήταν η στιγμή που δίδασκε την Νταντωνάκη και τον Ψαριανό σε κάποια τραγούδια· και συγκεκριμένα αυτό της Νταντωνάκη, το “Κέλομαι σε Γογγύλα”. Νωρίτερα είχε γίνει η ηχογράφηση με τους μουσικούς. Το γεγονός και μόνο ότι όλοι οι μουσικοί παίζανε μαζί και διηύθυνε εκείνος έδινε μια τόσο ισχυρή ενέργεια στον χώρο που είχα μείνει άναυδος σε μια γωνίτσα και παρακολουθούσα. Η αίσθηση μου ήταν δέος – είναι μια λέξη που σπάνια τη χρησιμοποιούμε κυριολεκτικά, αλλά νομίζω ότι σ’ αυτήν την περίπτωση ταιριάζει».

43. Στην επανέκδοση (1987) του «Μεγάλου Ερωτικού» ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε: «Στον “Μεγάλο Ερωτικό” […] είχα κοινό θέμα, με διαφορετικές εποχές ποίησης και διαφορετικές, σχεδόν αντίθετες, πλευρές του “περί έρωτος” θέματος. Έπρεπε να δημιουργήσω μια ενότητα ύφους και ήχου, κι ακόμη να μη θυμίζει απλοϊκά ερωτικά τραγουδάκια αλλά μια μουσική πραγματεία –ας μου επιτραπεί η λέξη– περί Έρωτος. Πιστεύω πως η πρόθεσή μου πραγματοποιήθηκε. Το έργο με χαρακτηρίζει. Μα οι καιροί και τότε και τώρα περισσότερο, προβληματικοί, και η κατανόηση ενός απλού μα δύσκολου μουσικού εγχειρήματος σχεδόν αδύνατη. Συνεπώς, το έργο παραμένει ένα εξαίσιο μάθημα “περί Έρωτος” γι’ αυτούς που έχουν από τη φύση τους την απαραίτητη ευαισθησία και προετοιμασία. Για τους αληθινά νέους».

44. «Πνευματικούς δασκάλους είχα πολλούς. Βασικά ήταν ο Γκάτσος» είχε δηλώσει ο ίδιος ο Χατζιδάκις.

45. Ο Νίκος Γκάτσος είχε γεννηθεί στις 8 Δεκεμβρίου 1911. Επομένως ήταν δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από τον Μάνο Χατζιδάκι.

46. Ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποίησε για πρώτη φορά απόσπασμα από την «Αμοργό» το 1960, όταν έγραφε τη μουσική για το γερμανικό ντοκιμαντέρ «Ελλάς, η χώρα των ονείρων». Συγκεκριμένα, το τραγούδι «Ήταν του Μάη πρόσωπο» προέρχεται από την ποιητική συλλογή του Νίκου Γκάτσου. Το 1970, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική, εργάστηκε εκ νέου στη μελοποίηση του ποιήματος. Η «Αμοργός» κυκλοφόρησε εν τέλει σε δίσκο το 2005. Σε ενορχήστρωση του Νίκου Κυπουργού και με βασική ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη.

47. Σε άλλη αφήγηση της Αγαθής Δημητρούκα διαβάζουμε ότι τα τραγούδια της «Μυθολογίας» (1965) γράφτηκαν με τον αντίστροφο από τον συνήθη τρόπο που ακολουθούσαν οι δημιουργοί: «Ο Νίκος γενικά προτιμούσε να γράφει στίχους πάνω σε συγκεκριμένες μελωδίες. Πίστευε ότι μπορούσε πιο καλά να ερμηνεύσει με στίχους το αίσθημα που έδινε μια μελωδία απ’ ό,τι ένας συνθέτης να μεταφράσει σε μουσική το αίσθημα που έδιναν τα λόγια. Βέβαια, ήταν και κάτι άλλο: ως πονηρός Πελοποννήσιος, για να είναι σίγουρος ότι θα προχωρήσει η δουλειά κι ότι δεν δουλεύει στον αέρα, απαιτούσε πρώτα μερικές, τουλάχιστον, μελωδίες για να ξεκινήσει να γράφει. Άλλες φορές όμως υπήρχαν πρώτα οι στίχοι, όπως λ.χ. στη “Μυθολογία”. Και υπάρχει εδώ κι ένα αστείο που λέγανε: Είχε γράψει ο Νίκος τα τραγούδια της “Μυθολογίας”, τότε, στη δεκαετία του ’60, και αργούσε ο κύριος Χατζιδάκις να γράψει τη μουσική. Έβαλε λοιπόν ο Νίκος και του είπανε ότι τα ζήτησε ο Θεοδωράκης για να τα μελοποιήσει κι έτσι έκατσε επιτέλους ο κύριος Χατζιδάκις και έγραψε τη μουσική!».

48. Οι κύκλοι τραγουδιών που φέρουν την υπογραφή του διδύμου Χατζιδάκις-Γκάτσος είναι οι εξής: «Μυθολογία» (1965), «Επιστροφή» (1970), «Της Γης το Χρυσάφι» (1971), «Αθανασία» (1976), «Τα Παράλογα» (1976), «Σκοτεινή Μέρα» (1986), «Χειμωνιάτικος Ήλιος» (1986), «Οι Μύθοι μιας Γυναίκας» (1988) και «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Τα κοινά τους τραγούδια υπολογίζεται ότι αθροίζουν σε 138 σε πλήθος.

49. Το τραγούδι «Μια Παναγιά» ακουγόταν ως ορχηστρικό στην ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» (1963). Εκ των υστέρων ηχογραφήθηκε με στίχους του Νίκου Γκάτσου και ερμηνευτή τον Λάκη Παππά.

50. Η Αγαθή Δημητρούκα θυμάται επίσης: «Ο σχεδόν νεανικός ενθουσιασμός του Χατζιδάκι συχνά προσέκρουε στη συγκροτημένη σκέψη και αντίδραση του Γκάτσου. Του Γκάτσου που, όταν ο ενθουσιασμός του συνομιλητή του ξεκινούσε από βάσεις πιο ρεαλιστικές, δεν δίσταζε να ακολουθήσει με τη χαρά του μεγαλύτερου αδερφού, με την ικανοποίηση του δασκάλου που βλέπει τον μαθητή του να κάνει ακόμα ένα βήμα πέρα από τα κεκτημένα».

51. Σε στίχους του Μάνου Χατζιδάκι είναι τα πασίγνωστα τραγούδια «Τα Παιδιά του Πειραιά», «Μες σ’ αυτήν τη βάρκα», «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», «Κυπαρισσάκι», «Τιμωρία», «Οδός Ονείρων», «Ο Ηθοποιός», «Ο κυρ Αντώνης», «Το Φεγγάρι είναι Κόκκινο», «Ο Υμηττός», «Πίσω απ’ τις Τριανταφυλλιές», «Κάθε τρελό παιδί», «Μαγική Πόλη», «Το πέλαγο είναι βαθύ», «Σαν σφυρίξεις τρεις φορές», «Φέρτε μου ένα μαντολίνο», «Συνέβη στην Αθήνα», «Χορός με τη σκιά μου», «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» και άλλα πολλά, υπενθυμίζοντας μας και το στιχουργικό ταλέντο του συνθέτη.

52. Το «Κυπαρισσάκι» ήταν ένα από τα ποιήματα που είχε δημοσιεύσει ο συνθέτης σε νεαρή ηλικία με το ψευδώνυμο «Πέτρος Γρανίτης» στο περιοδικό «Νέα Γενιά», που εξέδιδε η ΕΠΟΝ. Ο Χατζιδάκις εξέδωσε και δύο ποιητικές συλλογές: «Μυθολογία» (1966) και «Μυθολογία Δεύτερη» (1982). Το 1977 ο Νότης Μαυρουδής μελοποίησε δέκα ποιήματα από τα είκοσι πέντε της «Μυθολογίας» στον δίσκο του «Παιδί της γης».

53. Εκτός από τον Νίκο Γκάτσο, άλλοι στιχουργοί των γνωστότερων τραγουδιών του ήταν ο Άρης Δαβαράκης («Η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων»), ο Γιάννης Ιωαννίδης («Μην τον ρωτάς τον ουρανό»), οι σκηνοθέτες Αλέκος Σακελλάριος («Φούστα Κλαρωτή», «Αχ, βρε παλιομισοφόρια», «Γαρύφαλλο στο Αυτί», «Έχω ένα μυστικό», «Το Γκρίζο Γατί», «Πες μου μια λέξη», «Ας είναι καλά το γινάτι σου», «Σπουργιτάκι μου», «Το Κλωτσοσκούφι», «Τράβα Μπρος», «Ο Γαϊδαράκος», «Ο Γλάρος», «Χτυποκάρδια», «Ο Αμαξάς», «Σ’ αγαπώ», «Φεύγουν τα νιάτα») και Μιχάλης Κακογιάννης («Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι», «Επτά τραγούδια θα σου πω»), οι σεναριογράφοι Βαγγέλης Γκούφας («Ξημερώνει») και Γιώργος Ρούσσος («Θάλασσα Πλατιά», «Σ’ αυτή τη γειτονίτσα»), οι θεατρικοί συγγραφείς Ιάκωβος Καμπανέλλης («Μανούλα μου», «Ο κυρ Μιχάλης») και Άγγελος Τερζάκης («Η Λατέρνα»), οι Νότης Περγιάλης και Γιώργος Εμιρζάς («Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», «Ιλισσός»).

54. Με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έγραψαν μόνο ένα τραγούδι, το οποίο όμως αποδείχτηκε θρυλικό. Το «Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά». Το είχε ερμηνεύσει πρώτος ο Αδαμάντιος Πανάρετος στην ταινία «Αγάπη και Θύελλα» (1961) του Σωκράτη Καψάσκη. Αν και έγινε περισσότερο γνωστό με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο τελευταίος το είχε τραγουδήσει πρώτη φορά σε συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν το 1961, πριν το ηχογραφήσει και σε δίσκο 45 στροφών το 1963. Το ερμήνευε, τέλος, και στη μουσική επιθεώρηση «Μαγική Πόλη» (1963) των Χατζιδάκι-Θεοδωράκη στο θέατρο Παρκ. Εκεί ο συνθέτης, με μία ηχογραφημένη πρόζα του, αποκάλυπτε στους θεατές ότι η επονομαζόμενη και «γριά του ελληνικού πενταγράμμου» τού είχε πετάξει τους συγκεκριμένους στίχους κάτω από την πόρτα του…


55. Μόνο το δίδυμο Μίμης ΠλέσσαςΛευτέρης Παπαδόπουλος μπορεί να συγκριθεί στη διαχρονικότητα των τραγουδιών του με το δίδυμο Μάνος Χατζιδάκις  Νίκος Γκάτσος.

56. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η τοποθέτηση του Λευτέρη Παπαδόπουλου για τη συνεργασία των Χατζιδάκι-Γκάτσου: «Πιστεύω ότι ο Χατζιδάκις δεν θα είχε “κεντήσει” τα καταπληκτικά τραγούδια που μας έχει χαρίσει, αν δεν είχε συνεργασθεί τόσο στενά και τόσο πλατιά με τον Νίκο Γκάτσο. […] αν εξαιρέσουμε μερικά τραγούδια για τον κινηματογράφο κυρίως και το θέατρο, όλο σχεδόν το υπόλοιπο έργο του, το δισκογραφικό εννοώ, από πλευράς στιχουργικής, το εμπιστεύτηκε στον Γκάτσο. Που ήταν στην κυριολεξία δάσκαλός του. Κάθε μέρα ήταν μαζί του. Και ρουφούσε, σταλαγματιά-σταλαγματιά, το μέλι της σοφίας του. Γιατί ο Γκάτσος ήταν ένας σοφός άνθρωπος. Πολύ διαβασμένος. Νηφάλιος. Και κάθε κουβέντα του είχε βάρος και σημασία».

57. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις έλεγε: «Το τραγούδι είναι μια σύνδεση άρρηκτη της μουσικής με τον στίχο. Το τραγούδι βασίζεται στη λέξη. Όχι τη φθαρμένη. Αλλά την ανανεωμένη με την αρχική της δύναμη. Καταλαβαίνετε, βέβαια, πως δεν θα επετύγχανα ένα αξιόλογο αποτέλεσμα στο τραγούδι μου, αν δεν είχα την τύχη από νέος να διδαχθώ και να συνεργαστώ με αληθινούς ποιητές σαν τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Σεφέρη. Κι όχι με διεκδικητές του τίτλου του ποιητή. Ο Γκάτσος είναι μεγάλος δάσκαλος και αληθινός ποιητής. Το τραγούδι μαζί του έγινε λαϊκό, γιατί οι λέξεις του έχουν λαϊκή καταγωγή. Αλλά η σύνθεση των λέξεων και μετά η από εμένα σύνθεση των ήχων έφεραν ως αποτέλεσμα ένα τραγούδι όχι εύκολο. Και όχι για να ικανοποιήσει λαϊκές συνήθειες. Η έννοια του λαϊκού δεν κολακεύει κατ’ ανάγκη τους απαίδευτους και τους δίχως ευαισθησία λαϊκούς. Ακόμα και η συλλαβή στον στίχο του Γκάτσου έχει την παντοδυναμία της αρχικής της καταβολής. Γι’ αυτό και η μουσική σύνθεση απαιτεί γνώση, επίπονη εργασία και ανάλογη ευαισθησία για να μη γίνει το αποτέλεσμα ατραγούδιστο. Τέλος, στον Γκάτσο οφείλω τον λόγο υπάρξεως του τραγουδιού μου. Εκτός από τον λόγο του μέσα στο τραγούδι μου».

58. Άλλες βασικές ερμηνεύτριες του Μάνου Χατζιδάκι ήταν η Δήμητρα Γαλάνη, η Μαρία Φαραντούρη, η Αλίκη Καγιαλόγλου, η Έλλη Πασπαλά και η Νένα ΒενετσάνουΕπίσης, σε επανεκτέλεση ηχογράφησαν τραγούδια του η Αρλέτα, η Σαβίνα Γιαννάτου, η Λένα Πλάτωνος και η Χάρις Αλεξίου.

59. Η Δήμητρα Γαλάνη ήταν η βασική ερμηνεύτρια σε τρεις κύκλους τραγουδιών των Χατζιδάκι-Γκάτσου: «Επιστροφή» (1970), «Της Γης το Χρυσάφι» (1971) και «Αθανασία» (1976). «Η μία από τις δύο στιγμές της ζωής μου που έκλαψα από ευτυχία ήταν όταν πήρα ένα γράμμα του Χατζιδάκι από το εξωτερικό, όπου μου έλεγε πως ήθελε εξ άπαντος να μετάσχω στον δίσκο που θα έβγαζε μετά από αρκετά χρόνια. Ήταν η “Επιστροφή”» θα δήλωνε χρόνια αργότερα. «Εγώ μόλις είχα βγει στο τραγούδι, αλλά από παιδί είχα ταυτίσει τη μουσική με τον Χατζιδάκι. Μέναμε στην Καρνεάδου τότε, στο Κολωνάκι, κι ερχόταν στο από κάτω διαμέρισμα, όπου έμενε ο Εμιρζάς νομίζω, κι έπαιζε πιάνο. Κι εγώ μάργωνα ακούγοντάς τον – ήταν το μόνο που με ημέρευε, γιατί ήμουν άτακτο παιδί. Αυτή η ταύτιση μουσικής και Χατζιδάκι έγινε με τα χρόνια κάτι συνειδητό – για μένα αυτό ήταν! Τον ίδιο τον γνώρισα αφού είχαμε κάνει εξ αποστάσεως και δεύτερο δίσκο, “Της Γης το Χρυσάφι”. Μετά ήρθε στην Ελλάδα. Κι από κοντά πλέον δουλέψαμε στην “Αθανασία”. Αυτό πια ήταν για μένα η έκρηξη! Με είχε φωνάξει στο σπίτι του, θυμάμαι. Ο δίσκος προοριζόταν αποκλειστικά για τον Μητσιά, αλλά στην πορεία θέλησε να βάλει και γυναικεία φωνή» προσέθετε.

60. Μετά τον θάνατο του Χατζιδάκι κυκλοφόρησε ο δίσκος «Χορός με τη Σκιά μου» (1998), στον οποίο η Γαλάνη ερμήνευε αποκλειστικά δικά του τραγούδια. Τα περισσότερα ηχογραφημένα από ζωντανές εμφανίσεις της στον Σείριο και το Ηρώδειο. Αλλά και τρία νέα («Η Εποχή της Αγάπης», «Η Σκάλα τ’ Ουρανού» και «Οριζόντια Εικόνα»), ηχογραφημένα στο στούντιο, με στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου σε ορχηστρικά θέματα του συνθέτη από τη μουσική του για την ταινία «Ο Λέων της Σπάρτης» (1962).

61. Η Μαρία Φαραντούρη ερμήνευσε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι στα εξής έργα του: «Τα Παράλογα» (1976), «Η Εποχή της Μελισσάνθης» (1980), «Σκοτεινή Μητέρα» (1986), «Ο Μάνος Χατζιδάκις στη Ρωμαϊκή Αγορά» (1986) και «Αμοργός» (2005).

62. Η Αλίκη Καγιαλόγλου ήταν η βασική ερμηνεύτρια στον δίσκο «Αντικατοπτρισμοί» (1993), όπου ο Νίκος Γκάτσος επένδυσε με ελληνικούς στίχους το παλαιότερο έργο του συνθέτη «Reflections» (1970). Ο τελευταίος είχε δηλώσει: «Η Αλίκη Καγιαλόγλου φανερώνεται άξια ερμηνεύτρια, παίζοντας και μεταπηδώντας από το ύφος της Γκρέτα Γκάρμπο στην πληθωρικότητα της Μανιάνι ή την τραγική έξαρση της Κατίνας Παξινού. Με την ερμηνεία της το έργο αποκαλύπτεται».

63. Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε ο δίσκος «Η Αλίκη Καγιαλόγλου τραγουδάει Μάνο Χατζιδάκι» (2002), με επανεκτελέσεις τραγουδιών του. Για τη συνάντησή τους η τραγουδίστρια θα δήλωνε χρόνια αργότερα: «Τον ερωτεύτηκα, τον ανακάλυψα και τον αγάπησα. Μ' αυτήν τη σειρά ακριβώς. Είναι ανεξάρτητο από τη συνεργασία που είχα μαζί του. Όλο αυτό που σας είπα. Ο έρωτας δηλαδή, η ανακάλυψη και η αγάπη που εν τέλει ένιωσα γι' αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν ευγενής, πάρα πολύ ευγενής. Μια ιδιαίτερη περίπτωση ευφυΐας. Διορατικός και με μεγάλη παρατηρητικότητα. Εξού και η ιαματική μουσική του. Γιατί μόνο αν μπορείς να διεισδύσεις και να δεις βαθιά την ανθρώπινη ψυχή, μπορείς και να της προσφέρεις ίαση – πάντα κατά τη γνώμη μου. Ήταν συγχρόνως ο τρυφερός προβοκάτορας του δημόσιου βίου μας, όπως τον είχε χαρακτηρίσει τότε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Είναι μέσα μου πάντα ολοζώντανη και η μορφή του και το έργο του φυσικά».

64. Η Έλλη Πασπαλά συμμετείχε στους εξής δίσκους του Μάνου Χατζιδάκι: «Πορνογραφία» (1982), «Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» (1983), «Memed, γεράκι μου» (1984), «Ο Μάνος Χατζιδάκις στη Ρωμαϊκή Αγορά» (1986), «Μάνος Χατζιδάκις: Η Λαϊκή Αγορά» (1987) και «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά» (1988). Για την επίδραση του συνθέτη θα δήλωνε χρόνια αργότερα: «Με επηρέασε όσον αφορά την ελευθερία της σκέψης και της προσωπικότητάς μου. Με έμαθε να ζω ελεύθερα, να σκέπτομαι ελεύθερα, “αναγκάζοντάς” με να αμφισβητώ πράγματα και καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω μου. Ο Μάνος Χατζιδάκις με έμαθε να μην επαναπαύομαι ποτέ, να είμαι συνεχώς ανήσυχη και σε επαγρύπνηση».

65. Η Νένα Βενετσάνου συμμετείχε στον κύκλο τραγουδιών του Χατζιδάκι «Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» (1983). Ηχογράφησε επίσης γνωστά τραγούδια του σε νέα εκτέλεση. Συγκεκριμένα, στον δίσκο της «Εικόνες» (1994) συμπεριέλαβε τα «Κέλομαι σε Γογγύλα», «Γύρνα Φτερωτή του Μύλου», «Έλα Πάρε μου τη Λύπη», «Ήσουν Παιδί σαν τον Χριστό», «Η Μαριάνθη των Ανέμων» και «Το Λιμάνι». Για εκείνη ο συνθέτης είχε δηλώσει: «Η Βενετσάνου είναι μια πλήρης φωνή! Ξέρει να ισορροπεί με ευφυΐα ανάμεσα στο κλασικό και το λαϊκό τραγούδι, χωρίς να χάνει ποτέ τον αισθησιασμό της».

66. Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε ο δίσκος «Η Νένα Βενετσάνου τραγουδά Μάνο Χατζιδάκι» (1998) με επανεκτελέσεις και τρία ανέκδοτα τραγούδια του από την ταινία «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» (1991) του Παντελή Βούλγαρη. Η τραγουδίστρια γράφει μεταξύ άλλων στο σημείωμα του δίσκου: «Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε και θα μείνει μύθος για πολλούς. Για εμάς, όμως, που είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε μαζί του, πάνω απ’ όλα ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης της μουσικής, αφοσιωμένος σ’ αυτήν με πάθος, μέτρο και χάρη. Στη μουσική του ακούσαμε την ελληνική ψυχή. Μ’ αυτήν ερωτευθήκαμε, μελαγχολήσαμε, διασκεδάσαμε. Ο Χατζιδάκις, όμως, εκτός από τη μουσική του, έλεγε και εννοούσε μερικά πράγματα. Απομονώνω και μοιράζομαι μαζί σας τρία απ’ αυτά που άκουσα: Η Τέχνη μπορεί ν’ αρχίσει από παντού, αρκεί να καταλήξει στο μοναδικό. Για ν’ ασκείς εξουσία πρέπει και να την περιφρονείς. Ο κόσμος νομίζει πως με ξέρει... Κανείς δεν με ξέρει. Αυτό το τελευταίο μού έκανε μεγάλη εντύπωση, επειδή συνειδητοποίησα τη μοναξιά του καλλιτέχνη σε όλο της το ακαθόριστο νόημα».

67. Το 1969 κυκλοφόρησε ο δίσκος «12 + 1 Τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι με την Αρλέτα» με επανεκτελέσεις.

68. Στον δίσκο «Το ’62 του Μάνου Χατζιδάκι» (1983), με ηλεκτρονικές διασκευές δώδεκα τραγουδιών του συνθέτη, ερμήνευαν η Λένα Πλάτωνος και η Σαβίνα Γιαννάτου. Μετά τον θάνατο του κυκλοφόρησε επίσης ο δίσκος «Πάω να πω στο σύννεφο» (2002), με επανεκτέλεση δεκατριών τραγουδιών του από τη Σαβίνα Γιαννάτου.

69. Στον δίσκο «Η Χάρις Αλεξίου σε απρόβλεπτα τραγούδια» (1987) συμπεριλαμβάνονταν τρία του Χατζιδάκι σε νέα εκτέλεση: «Μανούλα μου» (σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη), «Η Μαριάνθη των Ανέμων» και «Το Τραγούδι της Ευριδίκης». Στο οπισθόφυλλο του δίσκου, ο συνθέτης έγραφε: «Η Χάρις Αλεξίου μού φανερώθηκε στην απρόβλεπτη συνεργασία μας που έγινε στον Σείριο στην Πλάκα. Εκεί την άκουσα καλά και μπόρεσα να διαπιστώσω πως είναι φτιαγμένη από το υλικό που γίνονται οι μεγάλες τραγουδίστριες και που πολλές φορές το τραγούδι είναι μια αφορμή για να μας μεταφέρει προγονικά βιώματα, χωμένα μέσα της βαθιά από παλιούς καιρούς. Με αιχμαλώτισε και την απήλαυσα όσο γινόταν πιο πολύ, σχεδόν “ιδιωτικά”, είκοσι μέρες τραγουδώντας μες στον χώρο μου, τον φωτεινό Σείριο. Μα και το υλικό της υπήρξε απρόβλεπτο. Από τον “Κοκαϊνοπότη” ως την “Τζένη των πειρατών” κι από τον Νίνο Ρότα ως τους ευρηματικούς “Ακροβάτες” του Μικρούτσικου, η Χάρις Αλεξίου ξεδίπλωσε ένα αστείρευτο ταλέντο. Γι’ αυτό και θέλησα να τη “διευθύνω” σ’ αυτόν τον δίσκο. Είναι μια προσφορά φιλίας προς αυτήν, έστω κι αν κάποτε μας χώρισαν… σωματειακές δηλώσεις αντιθέτων παρατάξεων. Η Τέχνη της είναι πάνω από σωματεία και δηλώσεις. Κι εγώ δηλώνω πλέον φίλος της».

70. Το 1972, αμέσως μετά τη Δήμητρα Γαλάνη, η Χάρις Αλεξίου είχε ηχογραφήσει εκ νέου σε δίσκο 45 στροφών και τα πολύ γνωστά τραγούδια «Αγάπη μέσα στην Καρδιά» και «Χασάπικο 40» των Χατζιδάκι-Γκάτσου.

71. Το «Χασάπικο 40» («Ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιά μου») βασίστηκε στο χαρακτηριστικότερο μοτίβο της Συμφωνίας με αριθμό 40 του Μότσαρτ.

72. Σύμφωνα με ανάλυση του Πέτρου Δραγουμάνου, στη δισκογραφία έχουν καταγραφεί 78 τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη, 60 με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, 42 με τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη, 35 με τη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη, 32 με τη φωνή της Νένας Βενετσάνου, 24 με τη φωνή της Αλίκης Βουγιουκλάκη και 14 με τη φωνή της Μελίνας Μερκούρη. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, 45 τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι είχαν ηχογραφηθεί από τον Μανώλη Μητσιά, 33 από τον Γιώργο Μούτσιο, 31 από τον Βασίλη Λέκκα, 25 από τον Γιώργο Ρωμανό και 14 από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.

73. Στο Γ΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, εκτός από το «Κουρασμένο Παλληκάρι» που βραβεύτηκε, διαγωνίστηκε και ο «Κυρ Αντώνης» σε στίχους του συνθέτη. Επίσης με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη.

74. Η Νάνα Μούσχουρη είχε ηχογραφήσει πρώτη και τα εξής τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι που παραμένουν μέχρι σήμερα πολύ γνωστά: «Ο Υμηττός», «Συνέβη στην Αθήνα», «Κάθε Τρελό Παιδί», «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» (Νότη Περγιάλη Γιώργου Εμιρζά), «Σπίτι μου, Σπιτάκι μου» (Νίκου Γκάτσου) και «Δεν είχες όνομα» (Νίκου Γκάτσου). Είχε ηχογραφήσει επίσης εκ νέου πολλές επιτυχίες άλλων ερμηνευτών του, τις οποίες τραγουδούσε πάντα και στις συναυλίες της.

75. Η Νάνα Μούσχουρη εκφραζόταν πάντα με απεριόριστο θαυμασμό για το ταλέντο του Μάνου Χατζιδάκι: «Ο Μάνος ήταν ιδιοφυής όχι μόνο στη σύνθεση και την ενορχήστρωση, αλλά και στη διεύθυνση επίσης. Με μια μικρή κίνηση περνούσε την έμπνευσή του σαν ηλεκτρισμό σε όλους μας. Ήταν επιβλητικός και γοητευτικός σε ό,τι έκανε. Είχε τόση δύναμη που έκανε ένα πιάνο να γίνεται piannisimo, σαν ψίθυρος, κι ένα forte fortissimo, σαν κραυγή που έφτανε στην άκρη του γκρεμού».

76. Στην αυτοβιογραφία της η Μούσχουρη γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Χατζιδάκις ήταν τόσο εκφραστικός που μελοποίησε τη χαρά σαν γιορτή και τη λύπη σαν θλίψη. Ταυτόχρονα ήταν πιστός στη λαϊκή παράδοση του ελληνικού τραγουδιού – τίποτα δεν ήταν ανεπανόρθωτο, οριστικό. Έριχνε μια στάλα μελαγχολίας στο γλέντι και φώτιζε με λίγη ελπίδα το σκοτάδι. Κι ήταν παράλληλα κοσμοπολίτης: συνδύαζε απρόβλεπτα τα πιο ξένα όργανα και τις επιρροές από Ανατολή και Δύση. Οι καλύτερες ενορχηστρώσεις του έμοιαζαν μ’ εκείνες τις ζωγραφιές, τις επηρεασμένες από την ποπ και τα κολάζ που έστελνε από την Αμερική. Ήταν τόσο εστέτ! Αν τα μολύβια του ήταν καφέ, έπρεπε να ψάξει και να βρει το χαρτί που θα ήταν λίγο μπεζ. Ή, πάλι, ένα εντελώς αντίθετο χρώμα, μιας και εκτιμούσε την ανατροπή όσο την αρμονία».

77. Για το ταλέντο του Χατζιδάκι στο πιάνο, η Μούσχουρη έγραφε επίσης: «Τεχνικά δεν ήταν ο καλύτερος πιανίστας της Αθήνας. Κι όμως, ήταν ο καλύτερος του κόσμου. Είχε έναν τρόπο να αγγίζει τα πλήκτρα, σαν να καλεί τη γλύκα της λατέρνας, της ίδιας της λαϊκής παράδοσης, με έναν ήχο ολόδροσο, νοσταλγικό, αλλά και νέο, σύγχρονο, ποιητικό, τόσο άμεσο, σε μια δική του μουσικότητα που κανείς δεν είχε ξανακούσει. Τολμούσε να συνδυάζει όργανα που ως τότε έμοιαζαν αταίριαστα, και η απαιτητική διδασκαλία του ήταν για μένα μια οδυνηρή επιτυχία».

78. O «Κύκλος του CNS» είχε κυκλοφορήσει το 1959 και περιείχε έξι τραγούδια που στον δίσκο ερμήνευε ο Γιώργος Μούτσιος.

79. Στον «Μεγάλο Ερωτικό» (1972) η Φλέρυ Νταντωνάκη ερμήνευε τα εξής τραγούδια: «Σ’ αγαπώ» (Μυρτιώτισσας), «Ποιος είν’ τρελός από έρωτα» (Γιώργου Σαραντάρη), «Πέρα στο θολό ποτάμι» (Νίκου Γκάτσου), «Κέλομαι σε Γογγύλα» (Σαπφούς) και «Πάθη από τον Έρωτα» (Γεώργιου Χορτάτζη)· και σε ντουέτο με τον Δημήτρη Ψαριανό τα εξής: «Τα Λιανοτράγουδα» (δημοτικό τραγούδι) και «Κραταιά ως θάνατος αγάπη» (Σολομώντος).

80. Πέντε χρόνια μετά τον «Μεγάλο Ερωτικό» κυκλοφόρησε ο δίσκος «Οι Γειτονιές του Φεγγαριού – Χωρίον ο Πόθος» (1977). Στις «Γειτονιές του Φεγγαριού» ήταν μοναδική ερμηνεύτρια η Φλέρυ ΝταντωνάκηΣε οκτώ τραγούδια του Χατζιδάκι, εκ των οποίων μόνο δύο δεν ήταν επανεκτελέσεις. Συγκεκριμένα, σε πρώτη ηχογράφηση ήταν το «Τριαντάφυλλο» (είχε γραφεί για τη θεατρική παράσταση «Δόνα Ροζίτα» που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1959, με απόδοση του Αλέξη Σολωμού στους στίχους του Λόρκα) και η «Τρελή του Φεγγαριού» (ή «Στου Διγενή τα κάστρα»  είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 1973 στο καφεθέατρο «Πολύτροπον» και ήταν σε στίχους του Νίκου Γκάτσου).

81. Ο δίσκος «Η Φλέρυ Νταντωνάκη στα “Λειτουργικά” του Μάνου Χατζιδάκι» κυκλοφόρησε το 1991.

82. Η Φλέρυ Νταντωνάκη απεβίωσε στις 18 Ιουλίου 1998.

83. Σε συνέντευξή της χρόνια μετά την ηχογράφηση του «Μεγάλου Ερωτικού», η Φλέρυ Νταντωνάκη είχε πει για το τραγούδι «Σ’ αγαπώ»: «Ενώ η “Μυρτιώτισσα” είναι ένα ποίημα μιας μητέρας για τον γιο της, εγώ το τραγούδησα ερωτικά, διότι ήμουν ερωτευμένη εκείνη την εποχή. Κι έτσι, ενώ τα άλλα τραγούδια εκφράζουν θεϊκό έρωτα, αυτό το τραγούδι είχε μια ατμόσφαιρα ερωτική».

84. Για τη χημεία Χατζιδάκι-Νταντωνάκη, ο πολιτιστικός συντάκτης Γιώργος Βαϊλάκης γράφει χαρακτηριστικά: «Η μουσική του Χατζιδάκι βρισκόταν σε εντυπωσιακή αντιστοιχία με τον εσωτερικό κόσμο της τραγουδίστριας, αφού αποτύπωνε μοναδικά τη μοναχική και μελαγχολική ύπαρξη που βιώνει το παρόν της με ποιητική ένταση, αναπαριστώντας –παράλληλα– μια πραγματικότητα κατακερματισμένη, παράξενη, ικανή να δημιουργεί πνιγηρά συναισθήματα πένθους για τις αυταπάτες, τη ματαιότητα, το εφήμερο της ζωής. Ήταν, λοιπόν, ιδανική η ταύτιση της χατζιδακικής μουσικής με τον εύθραυστο ψυχισμό της Φλέρυς Νταντωνάκη, ένα συνταίριασμα που θα απέδιδε σπαρακτικά –μέσα από αριστουργήματα της νεότερης ελληνικής ποίησης– τη συγκλονιστική αναμέτρηση του σύγχρονου απομονωμένου ανθρώπου με το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον που μοιάζει να τον προκαθορίζει» (περιοδικό «Εικόνες», 4/1/2009, τεύχος 358: «Μεγάλοι Δάσκαλοι», β΄ μέρος).

85. Για τη συνεργασία τους στην πρώτη ταινία της Μελίνας, ο ίδιος ο Χατζιδάκις θυμόταν: «Ο Κακογιάννης μού ζητά να γράψω τη μουσική και τα τραγούδια για την ταινία “Στέλλα”, με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη μου Μελίνα. Ο ρόλος ήταν κατευθείαν γραμμένος πάνω στη Μελίνα. Το ίδιο έπρεπε να είναι και η μουσική. Εκείνη την εποχή ήμουν πολύ επηρεασμένος απ’ τον Βασίλη Τσιτσάνη, τόσο που του ζήτησα να πάρει μέρος στην ηχογράφηση. Εξάλλου, δεν ήταν η πρώτη φορά που με απασχολούσε η μουσική του Τσιτσάνη. Η μουσική του “Ματωμένου Γάμου” –εισαγωγή– βασίζεται στην “Αρχόντισσα” και όταν έγραφα τις “Έξι λαϊκές ζωγραφιές”, τα δικά του τραγούδια είχα υπόψη. Ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για να είναι μαζί μου στα λαϊκά στοιχεία που θα έπρεπε να περιείχε η μουσική της “Στέλλας”. Οι στίχοι που μου έδωσε ο Κακογιάννης με βοήθησαν πολύ να εμπνευστώ. Μα πάνω απ’ όλα με οδηγούσε η ίδια η Μελίνα».

86. «Ο Χατζιδάκις πήρε τη βασική μελωδία από το δικό μου, τον “Τρελό Τσιγγάνο”, και το έγραψε» είχε πει για το «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι» ο Βασίλης Τσιτσάνης σε συνέντευξή του. Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου υποστήριζε πως το τραγούδι «Τρελέ Τσιγγάνε» ήταν δικό της και προσέφυγε στα δικαστήρια, όπου και δικαιώθηκε. Γι’ αυτό στην επίσημη δισκογραφία αναγράφεται το όνομά της στους συντελεστές του τραγουδιού «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι».

87. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε γράψει τη μουσική και για την ταινία «Τοπ Καπί» του Ζυλ Ντασέν, στην οποία πρωταγωνίστησε η Μελίνα Μερκούρη με μεγάλη επιτυχία. Η φωνή της ακούγεται για λίγα δευτερόλεπτα στο ορχηστρικό με τίτλο «Master Thief».

88. Στο μιούζικαλ «Ίλυα, Αγάπη μου» του Ζυλ Ντασέν, που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1967, η πρωταγωνίστρια ερμήνευε τέσσερα τραγούδια σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και στίχους Joe Darion: «Piraeus my love», «Medea Tango», «Love, Love, Love» και «Dear Mr Schubert».

89. Η Μελίνα Μερκούρη συμμετείχε και στον κύκλο τραγουδιών «Τα Παράλογα» (1976) των Χατζιδάκι-Γκάτσου με δύο τραγούδια: «Το Άλογο του Ομέρ Βρυώνη» και «Η Προσευχή της Παρθένου». Στο πρώτο τραγούδι τη συνόδευε ο Διονύσης Σαββόπουλος.

90. Η Μελίνα Μερκούρη είχε ηχογραφήσει σε νέα εκτέλεση και τα εξής τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι: «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» (Νότη ΠεργιάληΓιώργου Εμιρζά), «Ιλισσός» (Γιώργου Εμιρζά), «Η Λατέρνα» (Άγγελου Τερζάκη), «Στο Λαύριο γίνεται χορός» (Νίκου Γκάτσου), «Ο μήνας έχει 13» (Μιχάλη Κακογιάννη) και «Η Προδοσία».

91. Για τη σχέση του Μάνου με τη Μελίνα και τις άλλες μούσες του διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία της Νάνας Μούσχουρη: «Ο Μάνος έδινε και στις δυο μας τροφή, που δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική: Στήριζε την ίδια την ύπαρξή μας. Το ίδιο και την ύπαρξη της Αλίκης. Αλλά εκείνη που τον τυραννούσε ήταν η Μελίνα. Υπήρξε η μόνη γυναίκα που είχε ερωτευτεί, από τότε που την πρωτοείδε νεαρός στον δρόμο. Εκείνη το ήξερε αυτό και ήταν απαιτητική και σαγηνευτική ανάλογα με την περίσταση. Τραγουδούσε τα πάντα με το δικό της, έντονα δραματικό τρόπο, και ο Μάνος, ο τόσο αυστηρός με την τέχνη του, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό, πόσω μάλλον που συχνά αυτόν τον τρόπο απολάμβανε».

92. Κατά πολλούς η σχέση Μάνου-Μελίνας είχαν διαταραχθεί και λόγω της στάσης του πρώτου την περίοδο της χούντας, στην οποία η δεύτερη είχε ενεργότερη αντιδικτατορική δράση.

93. Για την τελευταία συνάντηση Μάνου-Μελίνας διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία της Νάνας Μούσχουρη: «Την τελευταία βραδιά πριν χειρουργηθεί στη Νέα Υόρκη, την επισκέφτηκε στο δωμάτιό της στο νοσοκομείο. Η Μανουέλλα (Παυλίδου), που ήταν δίπλα της, μου διηγήθηκε ότι μπήκε κρατώντας ένα γλαστράκι με ένα άσπρο λουλούδι σαν τουλίπα, κι εκείνη, μόλις τον είδε τόσο αδυνατισμένο, του είπε τι ωραίος που είναι. Ο Μάνος αστιεύτηκε ότι για πρώτη φορά μετά από χρόνια μπορεί να κάθεται με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάποια στιγμή ήρθε η νοσοκόμα, η Μελίνα τής είπε ότι ο κύριος είναι ο συνθέτης του “Never on Sunday” και φυσικά ο Μάνος είπε για άλλη μια φορά ότι το τραγούδι αυτό πήρε άλλο δρόμο από εκείνο που ήθελε. “Καλά”, του είπε η Μελίνα. “Έλα τώρα να της το τραγουδήσουμε”. “Καλύτερα να πούμε το Χάρτινο το Φεγγαράκι αντέτεινε εκείνος. Και καθισμένοι αντικριστά σ’ ένα δωμάτιο μια σταλιά το τραγούδησαν μαζί στη νοσοκόμα».

94. Το 1959 η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε ηχογραφήσει σε δίσκο και ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι που δεν ακούγεται σε κάποια ταινία. Ο τίτλος του ήταν «Μια περιπέτεια στη Νότιο Καρολίνα».

95. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε γράψει τη μουσική και στο θεατρικό έργο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, το οποίο είχε ανεβάσει η Αλίκη Βουγιουκλάκη το 1962 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ.

96. Στις ταινίες που ο Αλέκος Σακελλάριος είχε γράψει το σενάριο («Το Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», «Το Κλωτσοσκούφι», «Η Αλίκη στο Ναυτικό» και «Χτυποκάρδια στο Θρανίο») υπέγραφε και τους στίχους των τραγουδιών της Αλίκης. Στιχουργοί στα υπόλοιπα τραγούδια της Αλίκης ήταν ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις («Μες σ’ αυτή τη βάρκα»), ο Γιώργος Ρούσσος («Θάλασσα Πλατιά»), ο Βαγγέλης Γκούφας («Ξημερώνει») και ο Νίκος Γκάτσος («Νάνι του Ρήγα το Παιδί», «Με τ’ άσπρο μου μαντήλι» και «Θαλασσοπούλια μου»).

97. Για την πρώτη γνωριμία του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Μάνος Χατζιδάκις θυμόταν: «Με την Αλίκη […] συναντιόμαστε στα πλατό του Φίνου και βλέπω ένα κορίτσι δροσερό, γεμάτο ζωή, δύναμη και συνειδητοποιώ απ’ την πρώτη στιγμή πως αυτό το κορίτσι δεν θα περάσει απαρατήρητο».

98. Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Δεν ντρέπεσαι να μη χαίρεσαι που βλέπεις τη γατούλα σου;»
Μάνος Χατζιδάκις: «Την πλήρωσα ακριβά αυτή τη γατούλα».
Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Ναι, αλλά και την εισέπραξες ακριβά».
Σύμφωνα με μαρτυρία, αυτός ο διάλογος Αλίκης-Μάνου είχε λάβει χώρα στο ζαχαροπλαστείο «Φλόκα» και ήταν ενδεικτικός των σχέσεων τους.

99. Δεν μπορεί να παρασιωπηθεί το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε εκφραστεί αρνητικά για την κυκλοφορία της μουσικής των ταινιών που πρωταγωνίστησε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Σε μία συνέντευξή του διαβάζουμε: «Πήγα και εξέδωσαν τώρα δικές μου μουσικές, όπως η “Μανταλένα” κτλ. Δεν μπόρεσα, δυστυχώς, να το εμποδίσω. Μουσικές που έγραφα τότε για να κερδίζω τα προς το ζην επανακυκλοφορούν τώρα… Όλη, δηλαδή, εκείνη η περίοδος της Φίνος Φιλμ. Πού να το φανταζόμουν ότι θα ’ρθει η τηλεόραση, που θα τα συντηρήσει όλα αυτά! Νόμιζα ότι θα γίνουν παρελθόν. Και αυτό είναι το τραγικό. Τα επαναφέρουν πάλι, χωρίς αυτό να έχει καμία ιδιαίτερη αξία. Τι αξία έχει τώρα “Η Αλίκη στο Ναυτικό” ή τα “Χτυποκάρδια στο Θρανίο”; Είναι ανοησίες. Μπορεί να ήταν καλά για τον καιρό τους και για το είδος τους, αλλά δεν μπορούν να μας συντροφεύουν σ’ όλη μας τη ζωή. Και όμως, κυκλοφόρησαν. Αυτήν την ανοησία πώς να την εμποδίσεις; Πρέπει να κάνεις μια εταιρεία, για να τα συγκεντρώσεις όλα αυτά και έχω σκοπό να το κάνω, γιατί πιο πολύ μ’ ενδιαφέρει να μην υπάρχω, παρά να υπάρχω όπως θέλουν οι άλλοι. Κι αν έγραψα μουσική σ’ αυτές τις ταινίες, το έκανα για να κερδίζω χρήματα, αλλά και για να μάθω την τεχνική του κινηματογράφου».

100. Σε άλλη συνέντευξή του είχε χαρακτηρίσει «σαχλοτράγουδο» το «Γκρίζο Γατί», δηλώνοντας ότι το πλήρωσε πολύ ακριβά, γιατί πολλοί τον ταύτισαν μ’ αυτό ως συνθέτη. Βέβαια, η συλλήβδην καταδίκη αυτών των τραγουδιών είναι τελείως άδικη. Όχι μόνο γιατί τα λάτρεψε ο ελληνικός λαός. Αλλά και γιατί μερικές συνθέσεις του για τον ελληνικό κινηματογράφο ήταν αριστουργηματικές. Όπως το «Μες σ’ αυτήν τη βάρκα», το οποίο συμπεριλήφθηκε ως ορχηστρικό στο «Χαμόγελο της Τζοκόντας». Ένα από τα εμβληματικά έργα του…

101. «Τα αποκήρυξε για πω τη σωστή λέξη» έλεγε ο Αλέκος Σακελλάριος για τα αποκηρυγμένα από τον συνθέτη τραγούδια τους. «Ήταν λάθος του Χατζιδάκι, που βέβαια δεν το παραδέχεται. Ο Χατζιδάκις είναι λίγο ξεροκέφαλος. Είναι λάθος όπως να αποκηρύξεις τους γονείς που σε φτιάξανε, γιατί αυτά τα τραγούδια φτιάξανε τον Χατζιδάκι. Χατζιδάκις δεν έγινε ξαφνικά. Έγινε επειδή έκανε πολλές και μεγάλες επιτυχίες στο ελαφρύ τραγούδι. Αυτές τις επιτυχίες ο Μάνος τις αποκήρυξε. Λάθος και αγνωμοσύνη στον ίδιο του τον εαυτό» υπογράμμιζε.

102. Αλέκος Σακελλάριος και Μάνος Χατζιδάκις είχαν ανταλλάξει σκληρές επιστολές μέσω της εφημερίδας «Ελευθεροτυπίας» και εξ αφορμής της αντίθεσης του συνθέτη να ηχογραφήσει η Αγνή Μπάλτσα το τραγούδι τους «Γαρύφαλλο στ’ αυτί».

103. Το τραγούδι «Ο Μύθος» σε στίχους του Θρασύβουλου Σταύρου είχε ακουστεί πρώτη φορά στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου τον Ιούνιο του 1957. Η ηχογράφησή του σε δίσκο έγινε το 1970 με ερμηνευτές τον Γιώργο Μούτσιο και τη Μαρία Δουράκη.

104. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη απεβίωσε στις 23 Ιουλίου του 1996.

105. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γεννηθεί στις 29 Ιουλίου του 1925, ενώ ο Μάνος Χατζιδάκις στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Επομένως, ο δεύτερος ήταν μόλις τρεις μήνες νεότερος.

106. Ο Μίμης Πλέσσας είναι ίσως ο μόνος ισοϋψής μουσουργός με τους Χατζιδάκι-Θεοδωράκη. Επίσης συνομήλικός τους, γεννηθείς στις 12 Οκτωβρίου του 1924. Παρότι θεωρείται συνθέτης περισσότερο του ελαφρολαϊκού τραγουδιού παρά του έντεχνου, ο χρόνος τον έχει κατατάξει στο ίδιο βάθρο καθιστώντας απλησίαστη πλέον την τριάδα αντί της δυάδας. Αξιοσημείωτος, μάλιστα, είναι ο ανταγωνισμός του Χατζιδάκι με τον Πλέσσα για το airplay του ραδιοφώνου τη δεκαετία του 1960 (βλέπε τη συνέντευξη του δεύτερου στον γράφοντα). 

107. Κατά μοιραία σύμπτωση, πέραν των μηνών διαφοράς στη γέννηση των Πλέσσα-Θεοδωράκη-Χατζιδάκι, το μικρό όνομα και των τριών συνθετών ξεκινάει από το ίδιο γράμμα, το πρώτο της Μουσικής. Μίμης-Μίκης-Μάνος έγιναν με τον χρόνο κάτι σαν ιερή τριάδα για τη νεότερη ελληνική μουσική, όπως οι Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης για την αρχαία ελληνική τραγωδία και οι Σωκράτης-Πλάτωνας-Αριστοτέλης για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.

108. Ο Μίκης Θεοδωράκης έμενε στον αριθμό 39 της οδού Σμύρνης στη Νέα Σμύρνη. Ο Μάνος Χατζιδάκις στον αριθμό 3 τη οδού Μάνου στο Παγκράτι.
 
109. Το 1947 ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μελοποιήσει το ποίημα «Καληνύχτα» του Χατζιδάκι. Ήταν ένα από αυτά που είχε δημοσιεύσει ο τελευταίος με το ψευδώνυμο «Πέτρος Γρανίτης» στο περιοδικό «Νέα Γενιά».

110. Σε ιδιωτική συνομιλία ο Μίκης Θεοδωράκης έλεγε πως όφειλε τη ζωή του στον Μάνο Χατζιδάκι, καθώς ο τελευταίος ήταν που τον είχε κρύψει την εποχή της ΕΠΟΝ από τους διώκτες του. Η ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) είχε ιδρυθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής και υπαγόταν στο ΕΑΜ.

111. Σε ιδιωτική συνομιλία ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει με το σαρδόνιο χιούμορ του: «Δεν μετανιώνω για τίποτα στη ζωή μου, μόνο για ένα πράγμα έχω μετανιώσει: που δεν παντρεύτηκα και που δεν παντρεύτηκα τον Μίκη Θεοδωράκη».

112. Έναν χρόνο μετά το ταυτόχρονο ανέβασμα της «Οδού Ονείρων» και της «Όμορφης Πόλης», οι Χατζιδάκις-Θεοδωράκης συνεργάστηκαν σε μία κοινή παράσταση. Τη μουσική επιθεώρηση «Μαγική Πόλη», η οποία ανέβηκε στο θέατρο Παρκ το καλοκαίρι του 1963. Στο πρώτο μέρος ακούγονταν τραγούδια του Μίκη και στο δεύτερο μέρος τραγούδια του Μάνου.

113. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι ο ανταγωνισμός Χατζιδάκι-Θεοδωράκη στο έντεχνο τραγούδι εντάσσεται απλά σ’ ένα δίπολο που είναι μοιραίο για την ιστορία της ελληνικής κοινωνίας. Είτε εξετάσει τους συνθέτες (στο έντεχνο Χατζιδάκις-Θεοδωράκης, στο λαϊκό Τσιτσάνης-Καλδάρας) είτε τους ηθοποιούς (Κυβέλη-Κοτοπούλη, Βουγιουκλάκη-Καρέζη) είτε τους πολιτικούς (Βενιζέλος-Κωνσταντίνος, Καραμανλής-Παπανδρέου). Είτε ακόμα και τις αθλητικές ομάδες (Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός).

114. Για τον ανταγωνισμό Χατζιδάκι-Θεοδωράκη έχει πολύ ενδιαφέρον και η τοποθέτηση της Μελίνας Μερκούρη. Στην αυτοβιογραφία της διαβάζουμε: «Ο Μάνος και ο Μίκης σέβονταν ο ένας τον άλλον. Αλλά ο αμοιβαίος τους σεβασμός δεν αποθάρρυνε την ανάπτυξη δύο στρατοπέδων: εκείνων που ορκίζονταν πως ο Θεοδωράκης ήταν ο καλύτερος μουσικός και των άλλων που κρατούσαν το λάβαρο του Χατζιδάκι. Πήγαινα απ’ το ένα στρατόπεδο στο άλλο. Όταν ακούω τη μουσική του Μίκη συγκινούμαι, όταν ακούω τη μουσική του Μάνου γοητεύομαι».

115. Η πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου, που είχε συνεργαστεί και με τους δύο μεγάλους μουσουργούς, είχε δηλώσει επίσης: «Ο Μάνος αγγίζει ορισμένες χορδές βαθιά συγκινησιακές δικές μου και ο Μίκης μου προσφέρει την ενέργεια, το πέταγμα και την ανεμελιά που χρειάζεται κανείς για να μάχεται στη ζωή. Ο Μίκης είναι το φως μπροστά στη μάχη και από την άλλη ο Μάνος είναι η οικειότητα, ο βαθύς συναισθηματισμός, κάτι πολύ πολύτιμο και ανεπανάληπτο. Δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω».

116. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Ελληνίδα», ο Θεοδωράκης είχε κατηγορήσει τον Χατζιδάκι ότι τα περισσότερα τραγούδια του είναι κλεμμένα από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Σε μία συνέντευξή του ο Χατζιδάκις είχε σχολιάσει δηκτικά: «Δεν βλέπετε τον Θεοδωράκη; Τον λαό ηθέλησε. Όταν ο λαός από πενήντα χιλιάδες γίνεται σαράντα εννιά, παίρνει των ομματιών του και φεύγει για το Παρίσι, τον πιάνει απελπισία και μοναξιά». Και σε κάποια άλλη: «Δεν συμφωνούμε καθόλου με τον Μίκη. Του Μίκη τού αρέσει η πολιτική πράξη, εμένα δεν μ’ αρέσει. Αυτές, δε, τις συνεχείς ιδεολογικές του περιπέτειες (πότε φίλος με την Τουρκία, πότε φανατικός αριστερός, πότε απέχων) δεν μπορώ να τις αντιληφθώ. Αλλά ταιριάζουν στον Θεοδωράκη. Όλη του η πολιτεία, άλλωστε, έχει αυτό το μεγαλοπρεπές και συγχρόνως ελαφρώς σκεπτόμενο».

117. Σε ψηφοφορία της τηλεοπτικής εκπομπής «Μεγάλοι Έλληνες» («ΣΚΑΪ»), στην οποία συμμετείχαν περίπου 40.000 πολίτες, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν 18ος στη λίστα με τους 100 σημαντικότερους Έλληνες όλων των εποχών. Μάλιστα, από τους συνθέτες που ψηφίστηκαν μόνο ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν σε καλύτερη θέση (στην 11η). Οι υπόλοιποι συνθέτες (Δημήτρης Μητρόπουλος, Μάρκος Βαμβακάρης, Βασίλης Τσιτσάνης, Μάνος Λοΐζος) βρίσκονταν πολύ πιο χαμηλά στην κατάταξη (μεταξύ της 75ης και της 93ης θέσης).

118. Σε παλαιότερη ψηφοφορία του περιοδικού «Status» για τους 100 σημαντικότερους Έλληνες μόνο του 20ου αιώνα, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε ψηφιστεί από επιτροπή προσωπικοτήτων ως ο σημαντικότερος μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ισοψηφώντας στη δεύτερη θέση με τον Κάρολο Κουν.

119. Η δήλωσή του με την οποία αυτοπροσδιοριζόταν στον ιδεολογικό άξονα ήταν η εξής: «Είμαι αριστερά της δεξιάς, γιατί η αριστερά οφείλει να περιέχει κάθε άνθρωπο με ανησυχίες. Κάθε άνθρωπος που δεν συμβιβάζεται είναι αριστερός».

120. Για τις επιθέσεις που δέχθηκε από τον Τύπο της εποχής για την ομοφυλοφιλία του, ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε: «Οι εφημερίδες διέθεταν τη μία στήλη μετά την άλλη, στολίζοντάς με με όλα τα βρομερά επίθετα του άρρωστου, του ανώμαλου και του διεφθαρμένου. Οι επιθεωρήσεις των υπόλοιπων θεάτρων επί έναν χρόνο περιείχαν νούμερα που με σατίριζαν χυδαία, δημιουργώντας έτσι στην κοινή γνώμη για μένα την εικόνα ανθρώπου κατάπτυστου, άξιου περιφρονήσεως και επικίνδυνου για τη δημόσια υγεία». Και υπερασπιζόταν τις επιλογές του ως εξής: «Έχω τη γνώμη ότι η ιδιωτική ζωή κάθε ανθρώπου, διάσημου ή άσημου, ανήκει σ’ αυτόν και μόνον σ’ αυτόν. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον ελέγξει, αν ο άνθρωπος δεν βλάπτει το κοινωνικό σύνολο. Από τη στιγμή που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και γίνεται ηλίθια κριτική από ορισμένους, τότε και αυτοί χαρακτηρίζονται και η κριτική τους. Με αποκάλεσαν και Όσκαρ Ουάιλντ. Νομίζουν ότι με εξύβρισαν. Αν είναι δυνατόν αυτοί που μεταχειρίζονται το μεγάλο αυτό όνομα για ύβριν, να μπορέσουν να φτάσουν ποτέ έστω και στο αρχικό του μεγάλου ποιητή και συγγραφέως».

121. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις είχε αποκαλύψει σε κείμενό του ότι τον αποκαλούσε Σωκράτη ο Σπύρος Σκούρας, πρόεδρος της αμερικανικής εταιρείας παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών «20th Century Studios».

Λατρεύω την αγάπη
γιατί με κάνει να σκέφτομαι.

Λατρεύω τη σκέψη
γιατί με οδηγεί στην πράξη.

Λατρεύω την πράξη
γιατί με κάνει ελεύθερο
να σκέφτομαι και ν’ αγαπώ.

122. Από την κρατική τηλεόραση έχει προβληθεί η συναυλία «Έξω από τον χρόνο» στο Καστελόριζο, την οποία διηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις στις 22 Αυγούστου του 1991. Σ’ αυτήν ερμήνευε η Νάνα Μούσχουρη τα πιο γνωστά τραγούδια του.


123. Ο Κάρολος Κουν είχε αποβιώσει στις 14 Φεβρουαρίου του 1987, ο Γιάννης Τσαρούχης στις 20 Ιουλίου του 1989 και ο Νίκος Γκάτσος στις 12 Μαΐου του 1992.

124. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι ως συνθέτη είχε γίνει το καλοκαίρι του 1944, όταν έγραψε τη μουσική για το έργο «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολωμού, που ανέβηκε στο νεοσύστατο θέατρο Τέχνης.

125. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε ομολογήσει την καταλυτική επιρροή του ιδρυτή του θεάτρου Τέχνης στη νεανική απόφασή του να ασχοληθεί τελικά με τη σύνθεση: «Ο Κάρολος Κουν με εμπόδισε να γίνω ηθοποιός, τραγουδιστής και χορευτής. Και μ’ άφησε να γράφω ατελείωτα μουσική στο θέατρό του. Διακριτικά μού έμαθε τις νευρώσεις του Μεσοπολέμου και τη μικρόπνοη μεταπολεμική ανησυχία της Αμερικής. Θαύμαζα το μεγαλείο του πυρετού του και της θεατρικής του οσφρήσεως. Δεν γέρασε ποτέ και πέθανε νέος, γύρω στα 75 χρόνια του. Έζησα πολλές φορές πολύ κοντά του. Είχα διαφορετική σκέψη, μα αγαπηθήκαμε, νομίζω, σοβαρά κι απ’ την αρχή. Κορυφαία στιγμή μας ο “Ματωμένος Γάμος”, το 1948».

126. Στον Ευαγγελισμό διεγνώσθη η αιτία θανάτου του Μάνου Χατζιδάκι: «Οξύ πνευμονικό οίδημα, λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου».

Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δεν θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρεις είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος

Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα
Μαζεύοντ’ όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη, πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μες στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παράθυρό σου
Το πρόσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα

127. Η «Οδός Ονείρων» είχε κάνει πρεμιέρα στις 14 Ιουνίου του 1962.

128. Έχει γραφεί ότι ο φίλος του Γιώργος Λεφεντάριος είχε διαλέξει τον τόπο της τελευταίας κατοικίας του Μάνου Χατζιδάκι.

129. Το βράδυ που ανακοινώθηκε ο θάνατος του Μάνου Χατζιδάκι, ένα οχτάχρονο αγόρι, που γεννήθηκε μέσα στη μουσική του, του έγραψε ένα γράμμα: «Αγαπητέ κύριε Μάνο Χατζιδάκι, τα τραγούδια σας μου αρέσουν και μου άρεσαν πολύ. Ο πατέρας μου είχε μιλήσει πολύ για σας. Σας εννοούσα πάρα πολύ καλό μου φίλο. Ο δίσκος “Η Ρωμαϊκή Αγορά” μού άρεσε πάρα πολύ και ειδικά το τραγούδι που τραγουδάτε ο ίδιος το ’χω μάθει απ’ έξω και κανένα μεσημέρι ακούω τον δίσκο. Το ταξίδι που κάνετε τώρα είναι πολύ λυπητερό, ο νους μας θα είναι σε σας και θα ακούμε πάντα τα τραγούδια σας. Γεια σας, κύριε Μάνο, και καλό ταξίδι. Με αγάπη, Ρωμανός».

130. Για τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Με οδύνη πληροφορήθηκα τον θάνατο του Μάνου. Είχα γι’ αυτόν φιλία και θαυμασμό. Ο Χατζιδάκις ήταν μεγάλος δημιουργός και θα κατέχει στην ιστορία της ελληνικής μουσικής κορυφαία θέση. Με τη μουσική του, ο Μάνος καλλιέργησε την αισθητική του λαού μας και προέβαλε την Ελλάδα διεθνώς».

131. Στις 17 Ιουνίου 1994 η βρετανική εφημερίδα «Guardian», σε άρθρο με τίτλο «Έλληνας με αληθινό χάρισμα», έγραφε: «Ο συνθέτης και τραγουδοποιός Μάνος Χατζιδάκις, που πέθανε σε ηλικία 68 χρονών, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ο Κουρτ Βάιλ της Ελλάδας. […] Ο Χατζιδάκις ήταν ένας συνδυασμός χαρισμάτων: έξοχος πιανίστας, αυτοδίδακτος μαέστρος και πάνω απ’ όλα εμπνευσμένος δάσκαλος». Στην ίδια εφημερίδα ο βρετανός συνθέτης Τζον Τάβενερ υπογράμμιζε: «Είχε το ταλέντο του Λέοναρντ Μπερνστάιν, αλλά ήταν κάτι ακόμα περισσότερο. Το όραμά του πήγαινε πιο μακριά και η μουσική του πήγαινε κατευθείαν στις καρδιές των Ελλήνων».

132. Στις 26 Ιουνίου 1994, στην εφημερίδα «Το Βήμα», ο Μάριος Πλωρίτης έγραφε μεταξύ άλλων: «Εκεί πάνω, στο εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου της Παιανίας, φάνταζε απαράδεκτο πως, μέσα σ’ ένα σκουροκάστανο κιβούρι, στέρεψε η “παγά λαλέουσα”, η γλυκόλαλη πηγή μιας ακτινοβόλας ζωής – και ζωής μας. Κι όμως, όλα έπρεπε να ’ρθουν όπως ήρθαν. Εκείνος που έκανε τη Φύση έρωτα, έφευγε μέσα στο καλοκαιρινό ηλιόφως, σε μια βουνοπλαγιά τόσο ελληνικά ερωτική, πέτρα και χώμα και δέντρα σπαρτά εδώ κι εκεί… Εκείνος που μας πλούτισε με αρμονίες, έφευγε μέσα σε αρμονική σιγή… Εκείνος που μας έμαθε το μουσικό αλφαβητάρι της αγάπης, έφευγε τυλιγμένος με την αγάπη του αόρατου μουσικού θιάσου των Πανελλήνων… Εκείνος, που πίστευε στον άνθρωπο “όταν άνθρωπος είναι”, έφευγε ανάμεσα στους ανθρώπους “του”… Εκείνος που λάτρευε την τελειότητα και την αξιοπρέπεια, έφευγε χωρίς ευτέλειες, οχλαγωγίες, λογοκοπίες, φανφάρες ανίερες για τη μεγάλη στιγμή και για τον ίδιο… Η σιωπή, που αξίωσε και που συνόδεψε το τελευταίο “χαίρε” του, ήταν το μόνο άξιο ταίρι του στο ύστατο ταξίδι του – ποιητική, όρθια, ελεύθερη, όπως κι εκείνος. Κι ίσως, την πικρότατη εκείνη ώρα, να χαμογελούσε με το τρυφερό και ελαφρά ειρωνικό χαμόγελό του, χαρίεις όπως πάντα, ξέροντας πως φεύγει αλλά μένει, βέβαιος πως δεν ήταν αλλά είναι και θα είναι. Ο μελωδός των ονείρων. Δικός μας. Εσαεί».

Οι εφημερίδες αναγγέλλουνε τον θάνατό μου
Λεν όμως από «αμεροληψία» πως μπορεί και να μην πέθανα ακόμη
Κι ακόμη, από εξυπνάδα, πως ίσως γλιτώσω οριστικά
Αποσιωπούν όμως τη μόνη αλήθεια
Ότι ποτέ μου δεν υπήρξα άρρωστος
Κι ότι θα ζήσω στους αιώνες
Να ψάλλω το τραγούδι μου
Για σένα που δεν ξέρεις να διαβάζεις
Για σένα που δεν με ξέρεις
Για να μ’ αγαπάς.

133. Για την εκδημία του Χατζιδάκι διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία της Νάνας Μούσχουρη: «Τι όμορφος που ήταν ο Υμηττός! Και πόσο έρημη εκείνη η μέρα… Μετά τον Νίκο (Γκάτσο) και τη Μελίνα (Μερκούρη), είχα χάσει τον κορυφαίο από τους ανθρώπους που έδωσαν όνειρα στη ζωή μου και ζωή στα όνειρά μου. Μαζί του η Ελλάδα αποχαιρετούσε τον καλύτερο εαυτό της. Εκείνον που μπορούσε να την εκπροσωπεί με τη μουσική, τους μύθους και τις διαχρονικές ιδέες της».

134. Το γεγονός του θανάτου του είχε συγκλονίσει τόσο τον συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, που έγραψε αμέσως ένα έργο για ορχήστρα εγχόρδων και μαντολίνο, το «Εγκώμιο στον Μάνο Χατζιδάκι».

135. Από το 1962 ο Μάνος Χατζιδάκις ζούσε στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον αριθμό 17 της οδού Ρηγίλλης. Το κουδούνι γράφει ακόμα με κεφαλαία: «Μ.Χατζιδάκις». Ο ίδιος είχε ομολογήσει: «Αυτό το σπίτι το αγόρασα με τα “Παιδιά του Πειραιά”. Είχα πουλήσει τα δικαιώματα […] και βρέθηκα ξαφνικά με ένα πολύ μεγάλο ποσόν. Πέσανε τότε πάνω μου οι φίλοι μου και με έπεισαν να αγοράσω αυτό το διαμέρισμα. Το έκανα περισσότερο για τη μητέρα μου, για να έχει έναν άνετο χώρο. Εμένα μου αρκεί ένας έρωτας, ένα πιάνο και μια καλύβα. Άντε κι ένας εσπρέσο!»

136. Στον αριθμό 46 της οδού Φωκιανού στο Παγκράτι, σ’ ένα κουδούνι εξακολουθεί επίσης να υπάρχει το επώνυμο «Χατζηδάκης». Στον όγδοο όροφο ήταν το δώμα για το οποίο προοριζόταν το πιάνο του που σήμερα βρίσκεται στον «Μαγεμένο Αυλό». Στην είσοδο του εστιατορίου δεσπόζει η πινακίδα «Πλατεία Μάνου Χατζιδάκι». Για τους παρατηρητικούς είναι εμφανής η εκ των υστέρων προσπάθεια να μετατραπεί το τελευταίο γράμμα του επωνύμου του από «ήτα» σε «γιώτα». «Το ήτα στο τέλος με παχαίνει» έλεγε ο ίδιος χαριτολογώντας για το συνηθισμένο λάθος…



Βιβλιογραφία:

 Αγγελικόπουλος Βασίλης, «Φάρος στη Σιωπή: Κείμενα για τη ζωή και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι», Καστανιώτης, 1996.

 Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «Τα Χατζιδακικά», ιδιωτική έκδοση, 2023.

 Βάκης Αλέξης, «Μάνος Χατζιδάκις: Ο Μεγάλος Ερωτικός», Οξύ, 2022.

 Γαλάτου Βίκυ, «Μάνος Χατζιδάκις: Ψηφίδες μνήμης», Ορχήστρα των Χρωμάτων, 2004.

 Γεώργας Βάσος, «Μάνος Χατζιδάκις: Ένας νεοελληνικός μύθος», Αντήνωρ, 1980.

 Γκιώνης Δημήτρης, «Ένας κι ένας… 46 + 1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά», Άγκυρα, 2014.

 Γκροσδάνης Γιάννης, «Οι 25 σπουδαιότεροι Έλληνες του 20ου αιώνα», Αρχέτυπο, 2009.

 Γκροσδάνης Νίκος, «Η Μυθολογία των Ειδώλων», Παρατηρητής, 2003.

 Δαλιανίδης Γιάννης, «Ο Κινηματογράφος, τα Πρόσωπα κι Εγώ», Καστανιώτης, 2005.

 Δελαπόρτας Μάκης, «Αλέκος Σακελλάριος: Το ταλέντο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», Άγκυρα, 2001.

 Δημητρούκα Αγαθή, «Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε τον θάνατο», Πατάκης, 2010.

– Δημόπουλος Ντίνος, «Ένας σκηνοθέτης θυμάται…», Προσκήνιο, 1998.

 Θεοδωράκης Μίκης, «Μάνου Χατζιδάκι Εγκώμιο», Ιανός, 2004.

 Ιντζέμπελης Ελπιδοφόρος – Φωτεινάκης Κώστας, «Νότης Περγιάλης: “Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι”», Φαρφουλάς, 2010.

 Κατσίγερας Μιχάλης (επιμέλεια), «100 Μεγάλοι Έλληνες: Οι κορυφαίοι όλων των εποχών», τόμος γ΄ (κείμενο για τον Μάνο Χατζιδάκι: Γιώτα Συκκά), Σκάι Βιβλίο, 2009.

 Λιάνης Γιώργος, «Συνομιλώντας με τον 20ο αιώνα: 40 συνεντεύξεις, Ινφογνώμων, 2021.

 Μανιάτης Δημήτρης – Μαρκουλή Μαρία – Ποντίδα Χάρις, «Ένα τραγούδι μια ιστορία», εφημερίδα «Τα Νέα», 2012.

 Μάτσας Μάκης, «Πίσω απ’ τη μαρκίζα: 40 χρόνια ελληνικής μουσικής όπως την έζησα», Διόπτρα, 2014.

 Μερκούρη Μελίνα, «Γεννήθηκα Ελληνίδα», Ζάρβανος, 1971.

 Μούσχουρη Νάνα, «Το όνομά μου είναι Νάνα», Λιβάνης, 2007.

 Μπακομάρου Όλγα, «Ωσεί Παρόντες: 20 συνεντεύξεις», Αρμός, 2019.

 Νικολαΐδης Βασίλης, «4 Συναντήσεις: Γιάννης Τσαρούχης – Μάνος Χατζιδάκις – Μαίρη Αρώνη – Νίκος Γεωργιάδης», Άγρα, 2018.

 Νταϊφά Λόλα, «Μουσικοί Διάλογοι: Με τριάντα κορυφαίους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού», Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2012.

 Πανούση-Παπαδάκη Βασιλική, «Αλίκη Βουγιουκλάκη Super Star: Η ζωή ενός μύθου», Spring, 1990.

 Παπανδρέου Νίκος, «Μίκης & Μάνος: Ιστορία δύο συνθετών», Κέρκυρα, 2007.

 Παπασπήλιος Κώστας, «Οι συνθέτες της ψυχής μας», Εμπειρία Εκδοτική, 2008.

– Ρεζάν Μαρία, «Συνεντεύξεις… Χωρίς Πρόγραμμα», Φυτράκης, 1985.

 Σκιαδόπουλος Άρης, «Είκοσι Έλληνες στον Άδη», Γαβριηλίδης, 2013.

 Τζεδάκις Γιώργος (υπεύθυνος έκδοσης), «Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994)», «Λέσχη Αθανάτων», εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 2009.

 Τρεχλής Βλάσσης, «Το αρχαϊκό χαμόγελο του Μάνου Χατζιδάκι», Οδός Πανός, 2011.

 Τριανταφυλλίδης Ιάσων, «Στο τέλος μιλάει το πανί», Άμμος, 1997.

 Φυντανίδης Σεραφείμ, «31 αξέχαστα χρόνια στο ξύλινο τιμόνι της "Ελευθεροτυπίας" και της "Κυριακάτικης Ε"», Πατάκης, 2014.

 Φωσκαρίνης Θάνος, «Ανοιχτές Επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι», Μπάστας-Πλέσσας, 1996.

 Χατζηφωτίου Ζάχος, «Η Τζένη Καρέζη όπως τη γνώρισα», Ωκεανίδα, 1998.

 Χατζιδάκις Μάνος, «Μυθολογία», Κεραμεικός, 1966.

 Χατζιδάκις Μάνος, «Μυθολογία Δεύτερη», Άγρα, 1982.

 Χατζιδάκις Μάνος, «Σχόλια του Τρίτου», Εξάντας, 1980.

 Χατζιδάκις Μάνος, «Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι», Ίκαρος, 1988.


Περιοδικά:

 «Το Τέταρτο», Ιούνιος 1985, τεύχος 2.

 «Status Millenium»: «Οι 100 Έλληνες του αιώνα», Ιανουάριος 2000, τεύχος 142 (κείμενο για τον Μάνο Χατζιδάκι: Γιώργος Χρονάς).

 «Μετρονόμος», Απρίλιος-Ιούνιος 2011, τεύχος 41.

 «Μετρονόμος», Απρίλιος-Ιούνιος 2014, τεύχος 52.

 «Οδός Πανός», Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1997, τεύχος 93-94.

 «Οδός Πανός», Ιανουάριος-Μάρτιος 2002, τεύχος 115.

 «Οδός Πανός», Απρίλιος 2004, τεύχος 75-76.

 «Οδός Πανός», Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008, τεύχος 142.

 «Οδός Πανός», Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2015, τεύχος 168.


Ένθετα εφημερίδων:

 «Σελίδες της Καθημερινής», 31 Ιουλίου 1988 (συνέντευξη στη Μαρία Ρεζάν).

 «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής», 6 Ιουνίου 1999: «Μάνος Χατζιδάκις» (επιμέλεια αφιερώματος: Βασίλης Αγγελικόπουλος).

 «Κ» της «Καθημερινής», 13 Ιουνίου 2004, τεύχος 55: «10 χρόνια χωρίς τον Μάνο Χατζιδάκι: Μια ανέκδοτη εξομολόγησή του» (του Νίκου Σερβετά).

 «Ε – Ιστορικά» της «Ελευθεροτυπίας»: «Οι Πρωτοπόροι», 9 Νοεμβρίου 2006, τεύχος 59: «Μάνος Χατζιδάκις: Ο μεγάλος ερωτικός» (κείμενα: Γιώργος Μονεμβασίτης).

 «Κ» της «Καθημερινής», 5 Σεπτεμβρίου 2010, τεύχος 379: «Τεύχος-Αφιέρωμα: Μάνος Χατζιδάκις» (κείμενα: Βασίλης Αγγελικόπουλος).

 «Νησίδες» της «Εφημερίδας των Συντακτών»: «Μάνος ο μοναδικός», 15 Ιουνίου 2024, τεύχος 605 (επιμέλεια: Ναταλί Χατζηαντωνίου, Βάση Παναγοπούλου).


Αφιερώματα ιστοσελίδων:

– «20 χρόνια χωρίς τον Μάνο» (Popaganda.gr, 2014)





Τηλεοπτικές, Ραδιοφωνικές και Διαδικτυακές Εκπομπές:


 «Παρασκήνιο» (ΕΡΤ, 1978)

 Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην εκπομπή του Μάνου Χατζιδάκι (Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, 1979)

 «Μια Ώρα Έτσι, Χωρίς Πρόγραμμα» (Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, 1980)



«Η Περιπέτεια ενός Ποιήματος» (ΕΡΤ, 1989)

– «Έκτακτη Έκδοση» (ΕΤ1, 1991)













 «Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι» (Ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Βερνίκου, 2008)


 «Infowar» (ΣΚΑΪ, 2009)



 «Η Κατάλληλη Ώρα» (Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, 2019)

 «Εξ Αφορμής» (Κανάλι Έξι, 2021)

 «Μικροπράγματα» (Lifo Podcasts, 2022)

 «Μικροπράγματα» (Lifo Podcasts, Μάιος 2023)

 «Μικροπράγματα» (Lifo Podcasts, Ιούνιος 2023)

15 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια κ Κόντεα για το ωραίο αφιέρωμά σας για τον Μάνο χατζηδάκη είναι καλύτερο το ένα καλύτερο από τα άλλο πραγματικά η πινελιά σας σε αυτό το ωραίο αφιέρωμα για αυτόν τον σπουδαίο συνθέτη αξίζουν πάρα πολλά για μένα δικαίως είστε ο φρέντυ γερμανός νούμερο 2 συνεχίστε έτσι γιατί πραγματικά κάνετε λειτούργημα να είστε καλά πάντα και ευχαριστούμε για αυτά που μας προσφέρεται με εκτίμηση ένας μεγάλος θαυμαστής σας

Ανώνυμος είπε...

Ανατριχίλα …

Ανώνυμος είπε...

Αν με εξόριζαν σε άλλο πλανήτη, αν με έστελναν στην κόλαση την ίδια και με άφηναν να πάρω κάτι μαζί, θα έπαιρνα το λαπτοπ για να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω αυτό το αφιέρωμα.
Ριρίκος

Ανώνυμος είπε...

Όποιος δεν ανατριχιάζει με αυτό το αφιέρωμα ειλικρινά δεν ξέρει να ζει...

Ανώνυμος είπε...

Θεέ και Κύριε!!! Απίστευτο , τι άρθρο είναι αυτο ;;; ΤΙ Άρθρο ;;; Περίμενα ενα πολύ καλό άρθρο απο εσάς, αλλά οσο και να περιμένεις κατι καλό κατι τέτοιο οταν έρχεται μένεις με το στόμα ανοιχτό!! Έχει μουδιάσει το μυαλό μου , έχει εκραγεί απο ικανοποίηση !! Μόνο εσύ Στέλιο καταφέρνεις τόσο γαλήνια να μας συναρπάζεις!! Μη σταματήσεις ποτέ , σε εχουμε ανάγκη!!!

Ανώνυμος είπε...

Σας διαβάζω απο το ΜΑΡΑΚΑΙΜΠΟ και μεταφράζοντας το ειδα τους Βενεουζαλεζους να κλαινε και τοτε καταλαβα οτι Η ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΣΑΣ ΕΝΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ !!

Ανώνυμος είπε...

Πω πω πω πω !!! Βγάζω επιφωνήματα ευχαρίστησης απο τοτε που τελείωσα την ανάγνωση αυτού του διαμαντιού κυριολεκτικά !!! Τι πράγμα ειναι αυτό; Δεν μου έχει ξανατύχει !!! Τα βίντεο , οι λέξεις , όλα θεσπέσια !!Συγχαρητήρια

Ανώνυμος είπε...

Αν η Ελλαδα μας ειχε κι αλλους Στυλιανούς θα ηταν καλυτερη...
Ο Στυλιανος ειναι η αδικημενη μας Ελλαδα...γι αυτο και ταυτιζομαι μαζι του και θα αναπνεω οσο ζω με την ελπιδα η χωρα μας να βρει τον δρομο της μακρια απο προδοτες και τους εχθρους της.
Πάτερ Φαμίλιας

Ανώνυμος είπε...

Χατζηδάκι άκουγα και θα ακούω μια ζωή!! Η γιαγιά μου απο την Ελλάδα ήταν το μοναδικό που μας έβαζε !! Και τώρα μαθαίνω γιατι !! Τι καταπληκτικό άρθρο ;
Αν ζούσε η granny μου θα την είχαν παρει τα ζουμιά !! Εγω με το ζόρι κρατιέμαι !!
Μένιος Γκασπαρης
Απο το μακρινό Σίδνεϊ

Ανώνυμος είπε...

Κάτι πολύ περισσότερο από ενα απλό αφιέρωμα. Έσω μιλάμε για μια πραγματική διατριβή για τον αγαπημένο
Μάνο από τον αγαπητό κο Κοντέα!
Παραμένω σαστισμένος, ουδεμία παράληψη .
Πετρόπουλος Ηλίας Άνω Σαρδηνία

Ανώνυμος είπε...

Η πένα του κου Στέλιου είναι η Ελλάδα! Είναι η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, είναι ο ήχος της θάλασσας, είναι ο ήλιος ενός καλοκαιρινού πρωινού. Είναι ο,τι γεμίζει την καρδιά κάθε ανθρώπου.
Βλαδίμηρος Τυφλίδα

Ανώνυμος είπε...

Τι να πει κανείς για τον κο Στέλιο. Κλείνεις τα αυτιά σου, διαβάζεις την θεϊκή γραφή του και ταξιδεύεις στο παρελθόν, το παρόν αλλά και στο μέλλον έχοντας παρέα χιλιάδες συναισθήματα και εικόνες που βγαίνουν από αυτα τα αφιερώματα αυτού του υπέροχου blogspot.
Εμμανουήλ

Ανώνυμος είπε...

Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι σαν εσάς Κε Κοντέα και γίνεται ο κόσμος πιο υποφερτός. Πως γίνεται κάθε φορά που διαβάζω το αφιέρωμα σας να κλαίω αυτόματα; Ένα αριστούργημα, αναγεννήθηκα με την μαγεία αυτής της πένας.
Μαχμούτ Βοτανικός

Ανώνυμος είπε...

Κρίμα που στην εποχή που ζούμε δεν προωθούν τέτοια αφιερώματα, υπέροχο αφιέρωμα και καταπληκτική πένα!
Αναγνώστης από Ντακάρ

Ανώνυμος είπε...

Αφιέρωμα που θα μείνει.
Άγνωστος