«Στης λησμονιάς τη βρύση δεν έχει πια νερό…»



Μια αυγουστιάτικη νύχτα του 2020 “έκλεψε” τον ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟ. Τα καταγάλανα μάτια σφάλισαν για πάντα. Εκείνα που έκλεινε όταν ερμήνευε. Ανατριχιαστικά, μοναδικά και ανεπανάληπτα. Με μια φωνή αισθαντική, σπάνιας ομορφιάς…

Ο Γιάννης Πουλόπουλος ταυτίστηκε με τις νότες του Μίμη Πλέσσα όσο κανένας άλλος ερμηνευτής. Ήταν ο βασικός στον θρυλικό «Δρόμο», τον πιο εμπορικό δίσκο όλων των εποχών στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Με τραγούδια όπως το «Άγαλμα», το «Ξημερώνει Κυριακή», το «Μέθυσε Απόψε το Κορίτσι μου», το «Γέλαγε η Μαρία», το «Έπεφτε Βαθιά Σιωπή», ο «Δρόμος» κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1969 και έχει πουλήσει μέχρι σήμερα σχεδόν 4 εκατομμύρια αντίτυπα σε μια χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων. Με εξαίρεση το «Ξημερώνει Κυριακή» και τη «Φραγκόκλησα», κανένα άλλο τραγούδι του δίσκου δεν είχε ρεφραίν! Κι όμως! Η μουσική του Μίμη Πλέσσα στους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και η ερμηνεία του Γιάννη Πουλόπουλου (καθώς και των γυναικείων φωνών της Ρένας Κουμιώτη και της Πόπης Αστεριάδη που συμμετείχαν) τα έκαναν όλα τεράστιες επιτυχίες – ένα επίτευγμα που δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος και σε άλλον δίσκο στον πλανήτη. «Φυσικά, τεράστια, μοναδική πιο σωστά, ήταν η προσφορά του Γιάννη Πουλόπουλου στο έργο. Αυτός ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Η φωνή του ήρθε την κατάλληλη ώρα, για να αφυπνίσει και να συγκινήσει και να πείσει και να παίξει με έμπνευση και φαντασία το παιχνίδι της μοναξιάς και της νεανικής τρέλας, της μελαγχολίας και της ανάτασης» έγραφε χαρακτηριστικά ο εθνικός στιχουργός στην επανέκδοσή του. Τον «Δρόμο» που άνοιξαν οι Μίμης Πλέσσας και Λευτέρης Παπαδόπουλος θα ακολουθούσαν και άλλα αριστουργήματα των ιδίων, όπως το «Όλα Δικά σου» (1969) και το «Ποια Νύχτα σε Έκλεψε» (1970), που ο Πουλόπουλος θα απογείωνε με τη σπαρακτική ερμηνεία και την κρυστάλλινη φωνή του…


«Ο τραγουδιστής αυτός θα μας απασχολήσει τα επόμενα 50 χρόνια» είχε εκτιμήσει, άλλωστε, προφητικά ο Μίμης Πλέσσας μόλις τον είχε γνωρίσει. Στην πραγματικότητα, ο Πουλόπουλος είναι βέβαιον ότι θα απασχολεί κάθε επόμενη γενιά μέσω οποιουδήποτε τεχνολικού μέσου παράγει ήχο ή προβάλει ταινία! Τη δεκαετία του 1960 συμμετείχε στα κινηματογραφικά μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη που επένδυε μουσικά ο Πλέσσας, με αποτέλεσμα η εικόνα του με τα «γαλάζια, εκφραστικότατα μάτια» να ανοιγοκλείνουν «από το πάθος» (Γ.Δαλιανίδης) και την κιθάρα στα χέρια να ανήκει πλέον στην αιωνιότητα. Θα είναι πάντα παρών ως ο πιο κινηματογραφικός τραγουδιστής μέσω της μικρής οθόνης, η οποία θα συνεχίσει να προβάλει ασταμάτητα τις παραγωγές της Finos Film. Εκείνες τις ταινίες που τόσο κατακρίθηκαν από τους κριτικούς της εποχής τους, αλλά λατρεύτηκαν από τον ελληνικό λαό: «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» (1967), «Μια Κυρία Στα Μπουζούκια», «Γοργόνες και Μάγκες» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969) κ.ά. Τα τραγούδια που ερμήνευε σ’ αυτές ήταν ούτως ή άλλως αθάνατα εν τη γενέσει τους. Σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Μην του Μιλάτε του Παιδιού», «Καμαρούλα», «Θα Πιω Απόψε το Φεγγάρι», του Άκου Δασκαλόπουλου: «Έκλαψα Χτες», «Απόψε Κάποιος θα Χαθεί»«Μην Κλείσεις το Παράθυρο», του Κώστα Πρετεντέρη: «Απόψε Κλαίει ο Ουρανός», του Αλέκου Σακελλάριου«Στη Φτωχιά μας την Αυλή» και της Λουκίας Πλέσσα: «Τρεχαντήρι θ’ αρματώσω», «Όταν Μιλάς για Χωρισμό». Σε μουσική όμως πάντα του Μίμη Πλέσσα


Βέβαια, ο Γιάννης Πουλόπουλος όφειλε το ξεκίνημά του στον Μίκη Θεοδωράκη. Εκείνος είχε διακρίνει το μεγάλο του ταλέντο σε μια επιτροπή ακροάσεων που ο ελπιδοφόρος νέος ερμήνευε δύο τραγούδια του Μίκη («Μάνα μου και Παναγιά» και «Παράπονο»). Με αποτέλεσμα, ο Θεοδωράκης να γίνει ο μέντοράς του και το 1963 να του εμπιστευτεί τρία τραγούδια του από τη θεατρική παράσταση του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Γειτονιά των Αγγέλων»: «Στρώσε το Στρώμα σου», «Το Ψωμί Είναι στο Τραπέζι» και «Δόξα τω Θεώ» (όλα σε στίχους Καμπανέλλη). Στο «Στρώσε το Στρώμα σου» ακούγεται και το μουσικό θέμα του «Ζορμπά», της ταινίας του ελληνοκύπριου σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη που θα προβαλλόταν τον επόμενο χρόνο διεκδικώντας 7 Όσκαρ. Ένα μουσικό θέμα που έγινε συνώνυμο της Ελλάδας και ταξίδεψε στα πέρατα της οικουμένης. Με τον Πουλόπουλο να έχει προηγηθεί ως πρώτος ερμηνευτής στο τραγούδι που συνδύαζε στην εισαγωγή του –με έναν μαγικό τρόπο χάρη στη μουσική ιδιοφυΐα του Μίκη– το χασάπικο με τον συρτό χανιώτικο. Σε ένα από τα πρώτα τραγούδια που καταγράφηκαν στην ελληνική δισκογραφία με τη φωνή του ερμηνευτή. Εν ολίγοις, ένα απίστευτο ξεκίνημα…

Αυτή η δυναμική είσοδος του στο Ελληνικό Τραγούδι και τη δισκογραφική εταιρεία «Columbia» θα αναστάτωνε τους ερμηνευτές που είχαν προτεραιότητα. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θα ηχογραφούσε σε δεύτερη εκτέλεση ακριβώς τα ίδια τραγούδια με τον Πουλόπουλο. Υποχρεώνοντας τον τελευταίο να μεταναστεύσει στη νεοσύστατη «Lyra» και να χάσει την ευκαιρία να επιλεγεί από τον Θεοδωράκη για το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη. Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι σε διαφορετική περίπτωση εκείνος θα ήταν ο βασικός ερμηνευτής και σ’ αυτόν τον δίσκο-σταθμό. Παρ’ όλα αυτά, γενναιόδωρος γαρ, ο Πουλόπουλος έδειξε να μην κράτησε ποτέ κακία στον «Σερ», αποφεύγοντας να ξύσει αυτήν την πληγή και στις σπάνιες συνεντεύξεις του…

Φυσικά, η καριέρα του Πουλόπουλου, ενός τόσο χαρισματικού ερμηνευτή, ήταν αδύνατο να σταματήσει. Πέρασε στην ελληνική δισκογραφία ως ο πρώτος ερμηνευτής στο «Μη Μου Θυμώνεις, Μάτια μου» (1965) του Σταύρου Κουγιουμτζή, στο «Μια Φορά Μονάχα Φτάνει» (1966) του Γιάννη Σπανού (σε στίχους του Κώστα Κινδύνη), στο «Αυτοί που Φεύγουν και Αυτοί που Μένουν» (1970) του Γιώργου Ζαμπέτα (σε στίχους του Αλέκου Καγιάντα), στο «Πάμε για Ύπνο, Κατερίνα» (1972) του Γιώργου Κατσαρού (σε στίχους του Πυθαγόρα). Στην πραγματικότητα, και στο «Ακορντεόν» του Μάνου Λοΐζου (σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη), αλλά η ερμηνεία του είχε γίνει σε κινηματογραφική ταινία το 1967 και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε βινύλιο. Το 1977 ηχογράφησε τη μεγάλη επιτυχία του Χούλιο Ιγλέσιας «Abrazame» με ελληνικούς στίχους του Πυθαγόρα. Το αλησμόνητο «Αγάπα Με». Συνολικά, ένα εξαιρετικό ρεπερτόριο που σημάδεψε ανεξίτηλα με τη φωνή του. «Μια θαυμάσια φωνή» σύμφωνα με τον Γιάννη Σπανό, η οποία, όπως έλεγε ο Γιώργος Κατσαρός, «δεν είχε ανάγκη το σουξέ του δίσκου».


Ο Πουλόπουλος άνηκε στην τριάδα των κορυφαίων ερμηνευτών του Έρωτα που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1960 στο Ελληνικό Τραγούδι και που –κακά τα ψέματα– δεν ξεπεράστηκε ποτέ μέχρι σήμερα από κανέναν μεταγενέστερό τους παρά την ύπαρξη πλειάδας αξιόλογων. Η σύγκριση του Γιάννη Πουλόπουλου με τον Γιάννη Πάριο και τον Τόλη Βοσκόπουλο, με τους οποίους συναποτελεί την προαναφερθείσα τριάδα, είναι εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολη. Έστω κι αν ο Γιάννης Πάριος αποκαλούσε τον Πουλόπουλο δάσκαλό του, δεδομένου ότι η πρώτη του ηχογράφηση έγινε επτά χρόνια αργότερα – διάστημα στο οποίο ο «δάσκαλος» μετρούσε ήδη τεράστιες επιτυχίες. Πουλόπουλος, Πάριος και Βοσκόπουλος παραμένουν οι τρεις ψηλότερες κορυφές της οροσειράς «Ερωτικό Τραγούδι». Καθεμία εξακολουθεί να έχει δικαιολογημένα στρατιά φανατικών θαυμαστών για τον διαφορετικό τρόπο που ζέσταινε την καρδιά τους όταν ερμήνευε. Το ποιος υπερέχει ερμηνευτικά, επομένως, ενέχει τόσο το υποκειμενικό κριτήριο, που καθιστά σχεδόν αδύνατη τη σύγκριση. Το ποιος ρεπερτοριακά όμως, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη. Ο Πουλόπουλος, πέραν από το ανεκτίμητο ρεπερτόριο που τον πήρε από το ελαφρολαϊκό για να τον φτάσει μέχρι την όχθη του έντεχνου, δεν έκανε ποτέ το λάθος να ηχογραφήσει εύπεπτα τραγούδια, ούτε να συνεργαστεί δισκογραφικά με τους δημιουργούς των σουξέ της εποχής. Όταν έκρινε ότι δεν υπήρχαν πια τα μεγάλα τραγούδια, αποχώρησε σταδιακά από τη δισκογραφία και τη νύχτα. Ήταν, άλλωστε, παιδί των μπουάτ, που αποστρεφόταν την εξ ανατολών μουσική. Αρνούμενος για χρόνια να πρωταγωνιστήσει και σε βίντεο κλιπ. Κατάφερε έτσι να διατηρήσει αλώβητο τον μύθο του. Ακόμα και από εκείνους που αρέσκονται να μεγεθύνουν τις ατυχείς στιγμές ενός ρεπερτορίου για να πάρουν οι ίδιοι αξία από την απομυθοποίηση ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Ολοκλήρωσε μ’ αυτόν τον τρόπο μία καριέρα 37 χρόνων στη δισκογραφία ουσιαστικά αλάνθαστος. Ακούγοντας 245 τραγούδια για να επιλέξει 13 προς ηχογράφηση στον τελευταίο του δίσκο. Με αποτέλεσμα, το αποτύπωμά του στο Ελληνικό Τραγούδι να μείνει σχεδόν αψεγάδιαστο. Ένα επίτευγμα μοναδικό, απίθανο να βρει παρόμοιό του στο μέλλον…



Με τον τίτλο «Γιάννης Πουλόπουλος: Το αθόρυβο είδωλο» δημοσιεύτηκε στην κυπριακή έκδοση του περιοδικού «Down Town», στο τεύχος 713, που κυκλοφόρησε στις 6 Σεπτεμβρίου 2020 με την κυπριακή εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος».





4 σχόλια:

Σαραγεβος είπε...

Ανατριχιαστικά, μοναδικά και ανεπανάληπτα.
Έτσι ξεκινάς Στέλιο αυτό το αφιέρωμα στον αγαπημένο μου τροβαδούρο!!
Ανατριχιαστικά, μοναδικά και ανεπανάληπτα.. είναι τα λόγια που περιγράφεις και το ποσό πλήρη με έκανες να αισθάνομαι διαβάζοντας και την τελευταία γραμμή αυτού του αφιερώματος!
Δεν θα αφαιρούσα τίποτα !
Δεν θα πρόσθετα τίποτα!
Ανατριχιαστικος, μοναδικος και ανεπανάληπτος ο εξαίσιος ερμηνευτής!
Ανατριχιαστικος, μοναδικος και ανεπανάληπτος ο εξαίσιος ο άνθρωπος που έβαλε την υπογραφή κάτω δεξιά σε αυτό το αφιέρωμα..

Ανώνυμος είπε...

Πριν από κάποια χρόνια σαν σήμερα , πρωτοανοιξε τα μάτια του,
Μέχρι σήμερα συνεχίζει να μας χαρίζει τέτοια αφιερώματα και για πολλά χρόνια ακόμη ευελπιστώ να διαβάζουμε και άλλα παρόμοια
Χρόνια πολλά Στέλιο, συνέχισε έτσι !!
Franco v

Στέλιος Κοντέας είπε...

Σας ευχαριστώ από καρδιάς για τα τιμητικά σας σχόλια! Ειλικρινά, με συγκίνησαν!

Ανώνυμος είπε...

Jam thellësisht i prekur, në atdheun tim ju e konsideroni Yannisin diçka më shumë se artist! Te lumte
Anton