Γιάννης Δαλιανίδης




















"Έφυγε" ο "πατέρας" του ελληνικού μιούζικαλ...

Ήταν, αναμφίβολα, ο σκηνοθέτης που εισήγαγε και καθιέρωσε τα μιούζικαλ στον ελληνικό κινηματογράφο. «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962), «Κάτι να καίει» (1963), «Κορίτσια για Φίλημα» (1965), «Ραντεβού στον Αέρα» (1965), «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» (1967), «Γοργόνες και Μάγκες» (1968), «Μια Κυρία στα Μπουζούκια» (1968) κ.ά. Μισό αιώνα σχεδόν μετά, οι ταινίες αυτές, που τόσο κατακρίθηκαν από τους κριτικούς της εποχής τους, γεμίζουν με τα χρώματα, τα φυσικά τοπία, τα πανοραμικά πλάνα του, τις ερμηνείες των ηθοποιών που πίστεψε και ανέδειξε, και τις μουσικές του Μίμη Πλέσσα τους τηλεοπτικούς δέκτες και τις ψυχές μας! Ένα θαυμαστό επίτευγμα που φαίνεται πως θα μείνει αλώβητο στον χρόνο, καθηλώνοντας και τις επόμενες γενιές!

Ο Γιάννης Δαλιανίδης έζησε και πρόλαβε να δει τις ταινίες του να λατρεύονται και την κινηματογραφική του τέχνη να μυθοποιείται. Μια τέχνη που δημιούργησε με πενιχρά οικονομικά μέσα, χωρίς σπουδές στο αντικείμενο και εις πείσμα των πικρόχολων κριτικών που δέχθηκε από μια κάστα σοβαροφανών κηνσόρων. Εκείνος, υπερβαίνοντας κάθε εμπόδιο, κατάφερε να κερδίσει μια θέση στον πάνθεο των αθανάτων του ελληνικού πολιτισμού με την εργατικότητα, την επιμονή και το φυσικό του ταλέντο.

Θα φανώ ίσως αιρετικός, αλλά πιστεύω ότι οι σημερινές γενιές τού οφείλουμε ευγνωμοσύνη όχι τόσο για τα δημοφιλή μιούζικαλ που έγραψε και σκηνοθέτησε, αλλά για τις κινηματογραφικές μεταφορές των κλασικών κωμωδιών του Δημήτρη Ψαθά. Τα αριστουργηματικά έργα του αξεπέραστου κωμωδιογράφου, γενεσιουργός αιτία αυθόρμητου και άφθονου γέλιου, στερούμενα κάθε ίχνος χυδαιότητας, πήραν σάρκα και οστά χάρη στην κινηματογραφική μηχανή του Γιάννη Δαλιανίδη και τις ερμηνείες των κορυφαίων ηθοποιών της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Με την αμεσότητα της τηλεοπτικής οθόνης, το «Ένας Βλάκας και Μισός» (1959), το «Ζητείται Ψεύτης» (1961), ο «Ατσίδας» (1962), η «Χαρτοπαίχτρα» (1964), το «Φωνάζει ο Κλέφτης» (1965) και το «Ξύπνα Βασίλη» (1969) θα μας χαρίζουν για πάντα το γέλιο και την ψυχαγωγία. Μια κληρονομιά ανεκτίμητης πολιτισμικής αξίας από τη μαγική πένα του Δημήτρη Ψαθά, χάρη στη διορατικότητα και το κινηματογραφικό ταλέντο του Γιάννη Δαλιανίδη.

Και η προσφορά του δεν σταματά εδώ! Το κοινωνικό δράμα είναι ένα είδος που υπηρέτησε με εξίσου τεράστια επιτυχία, αναδεικνύοντας παράλληλα, εκτός από το σκηνοθετικό, ένα σπάνιο συγγραφικό ταλέντο στο είδος. Ξεκίνησε με τον θρυλικό «Κατήφορο» το 1961 καθιερώνοντας και "βαπτίζοντας" την τότε Σταρ Ελλάς Ζωή Κουρούκλη σε Ζωή Λάσκαρη. Έχοντας βρει στο πρόσωπο της τελευταίας την ιδανική πρωταγωνίστρια, έγραψε και σκηνοθέτησε τον «Νόμο 4000» (1962), τον «Ίλιγγο» (1963), τον «Εγωισμό» (1964), την «Ιστορία μιας Ζωής» (1965), το «Αυτοί που μίλησαν με το Θάνατο» (1970), ενώ της εμπιστεύτηκε και τον τολμηρό ρόλο της «Στεφανίας» (1966) μεταφέροντας στον κινηματογράφο το φερώνυμο μυθιστόρημα της Νέλλης Θεοδώρου. Σταθμός στις κοινωνικές ταινίες του ήταν και η «Αμαρτία της Ομορφιάς» (1972), με την Τασσώ Καββαδία να ενσαρκώνει ιδανικά τον ρόλο της κακιάς, με τον οποίο ταυτίστηκε στον ελληνικό κινηματογράφο.

Συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους σεναριογράφους της εποχής του, βάζοντας στις ιστορίες τους τη δική του σκηνοθετική σφραγίδα: «Το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος» (1960), «Η Κυρία του Κυρίου» (1962), «Ένα Κορίτσι για Δύο» (1963) και «Ένα Έξυπνο, Έξυπνο Μούτρο» (1964) των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη · «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» (1966), «Το Παρελθόν μιας Γυναίκας» (1968) και «Όταν η Πόλις Πεθαίνει» (1969) του Νίκου Φώσκολου · «Μια Τρελή… Τρελή… Σαραντάρα» (1970) του Αλέκου Σακελλάριου · «Ο Αστερισμός της Παρθένου» (1973) του Γιώργου Τζαβέλλα, και άλλα σενάρια επιφανών συναδέλφων του έγιναν μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες για τους κινηματογράφους της εποχής τους, αλλά και αγαπημένες ταινίες για τους τηλεθεατές όλων των εποχών.

Δεν υπάρχει κινηματογραφική σταρ που να μην παραδόθηκε αμαχητί στη σκηνοθετική του γραμμή. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη μεταμορφώθηκε σε «Μουσίτσα» στην πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε, το 1959, ενώ συνεργάστηκαν ξανά στην «Ψεύτρα» (1963) –σπάζοντας ταμεία– και σε μια από τις τελευταίες ταινίες της Finos Film, τη «Μαρία της Σιωπής» (1973). Η Τζένη Καρέζη ενσάρκωσε το «Τρελοκόριτσο» – το πρώτο σενάριο που είχε γράψει στη ζωή του και έμελλε τελικά να γίνει ταινία από τον Ντίμη Δαδήρα το 1958, με εκείνον στον ρόλο του βοηθού σκηνοθέτη. Όμως, ευτύχησε και ο ίδιος, ως καταξιωμένος σκηνοθέτης, να κάνει γκρο πλαν στα γαλαζοπράσινα μάτια του ελληνικού κινηματογράφου, γυρίζοντας τη δική του «Χριστίνα» (1960) και μεταφέροντας στον κινηματογράφο το «Κοροϊδάκι της Δεσποινίδας» (1960) και το «Ένας Ιππότης για τη Βασούλα» (1968). Το 1962 έπεισε τον παραγωγό Φιλοποίμενα Φίνο για τη συμμετοχή της Ρένας Βλαχοπούλου στο πρώτο του μιούζικαλ, το «Μερικοί το προτιμούν Κρύο», στον ρόλο της ανύπαντρης μεγάλης αδερφής, κι από εκεί και πέρα ένα αστείρευτο ταλέντο κατέκτησε τις καρδιές των Ελλήνων με τον αυθορμητισμό, το μπρίο και τους μοναδικούς αυτοσχεδιασμούς του στο κινηματογραφικό πανί. Ένα ταλέντο που εκείνος περιέγραψε πιο εύστοχα από οποιονδήποτε άλλον χαρακτηρίζοντας τη Βλαχοπούλου «θηλυκό Τσάρλι Τσάπλιν»! Πρωταγωνίστρια στις περισσότερες έγχρωμες μουσικές κωμωδίες του, αλλά και στις κινηματογραφικές μεταφορές των μεγάλων θεατρικών επιτυχιών του Δημήτρη Ψαθά και του Αλέκου Σακελλάριου: «Χαρτοπαίχτρα» (1964), «Φωνάζει ο Κλέφτης» (1965) και «Μια Τρελή… Τρελή… Σαραντάρα» (1970), η Βλαχοπούλου διένυσε σχεδόν παράλληλη κινηματογραφική πορεία με τις κωμωδίες του Γιάννη Δαλιανίδη. Ο τελευταίος, λίγο πριν από τη δύση της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, έγραψε ειδικά για εκείνην την «Παριζιάνα» (1969) και το «Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι» (1971), προσθέτοντας άλλες δύο μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες στην καριέρα της ανεπανάληπτης ηθοποιού.

Στην πολυκύμαντη διαδρομή του δεν θα μπορούσε να μην περάσει με επιτυχία και από τα τηλεοπτικά πλατό. Θα αρκεστώ σε δύο από τις τηλεοπτικές σειρές που σκηνοθέτησε, καθηλώνοντας τους έλληνες τηλεθεατές: Το «Λούνα Παρκ», σε σενάριο δικό του, με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το οποίο προβαλλόταν ασταμάτητα από το 1974 έως το 1981 από την κρατική τηλεόραση, λόγω της καθολικής αποδοχής από το τηλεοπτικό κοινό · και το κορυφαίο μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή, το «Τρίτο Στεφάνι», που ζωντάνεψε στους τηλεοπτικούς δέκτες το 1995, προσθέτοντας στο ενεργητικό του παραγωγικού σκηνοθέτη την επιτυχημένη μεταφορά ενός κλασικού λογοτεχνικού έργου στη μικρή οθόνη.

Συμπερασματικά, αν ο Γιώργος Τζαβέλλας («Κάλπικη Λίρα», 1955) και ο Μιχάλης Κακογιάννης («Στέλλα», 1955), στη δεκαετία του 1950, απέδειξαν ότι η Έβδομη Τέχνη μπορεί να δημιουργεί αριστουργήματα, ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Γιάννης Δαλιανίδης, στη δεκαετία του 1960, μετέτρεψαν τον κινηματογράφο στο βασικότερο μέσο ψυχαγωγίας ενός ολόκληρου λαού. Μετά τον Αλέκο Σακελλάριο το 1991, το πέρασμα του Γιάννη Δαλιανίδη στην αιωνιότητα το 2010 μοιάζει να αφαιρεί και το δεύτερο στυλοβάτη ενός μέσου που βάσισε την ύπαρξή του στην καλλιτεχνική τους δράση. Η τηλεόραση, όμως, θα προβάλλει για πάντα τις ταινίες τους, θυμίζοντάς μας πως αυτοί οι χαρισματικοί σκηνοθέτες κατάφεραν να συμβιβάσουν την εμπορικότητα με την ποιότητα εις πείσμα των κριτικών και των αιώνων...

Πριν από λίγους μήνες, στην εκδήλωση προς τιμήν της Ρένας Βλαχοπούλου, είχα τη μεγάλη χαρά να γνωρίσω από κοντά τον μύθο του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν όνειρό μου να του πάρω μια συνέντευξη για λογαριασμό της «University Press». Ένα όνειρο που δεν θα μπορέσει ποτέ να πραγματοποιηθεί, αφού βιάστηκε να συναντήσει τους αγαπημένους του ηθοποιούς στη Γειτονιά των Αγγέλων... Θα είναι ήδη εκεί σκηνοθετώντας πάλι την Αλίκη, την Τζένη, τη Ρένα, τον Ντίνο, τον Νιόνιο... Τι κρίμα για εμάς που η πρώτη προβολή των ταινιών του, αυτήν τη φορά, δεν θα γίνει εδώ αλλά στο "Σινεμά ο Παράδεισος"!




Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «University Press» τον Νοέμβριο του 2010: