Νάνα Μούσχουρη



Στις 13 Οκτωβρίου η Νάνα Μούσχουρη συμπλήρωσε τα 81α γενέθλιά της και το «People» θυμάται στιγμές από τις ζωής της, μέσα από αφηγήσεις της ίδιας και των συνεργατών της.

«Ζούσαμε τις δυσκολίες της εποχής» θα πει δεκαετίες αργότερα για τα παιδικά της χρόνια, «αλλά συγχρόνως είχα μεγαλώσει με ένα όνειρο, το σινεμά. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός στον κινηματογράφο. Και ζούσαμε μέσα σε αυτό το σινεμά, δηλαδή πίσω από την οθόνη. Έτσι, η οθόνη –παρόλο που δεν ανέβηκα ποτέ σαν ηθοποιός να παίξω– ήταν το σπίτι μου. Η σκηνή είχε γίνει το σπίτι μου. Εκεί έκανα τα πρώτα μου όνειρα, ανέβηκα σε ένα σύννεφο. Και προσπαθούσα να δώσω ψυχή στις άδειες καρέκλες…»

Ο Μίμης Πλέσσας θα περιγράψει με τον εξής τρόπο την πρώτη συνάντησή του με τη μετέπειτα τραγουδίστρια-θρύλο: «Δέχτηκα με ακρόαση ένα στρουμπουλό κορίτσι με ποδιά. Με τις πρώτες νότες που τραγούδησε, κατάλαβα πως είχα να κάνω με εξαιρετικό ταλέντο». «Με σεμνότητα, επί έξι χρόνια, προσπαθούσα να πείσω τον ελληνισμό να ακούει τη φωνή της Μούσχουρη! Και λέγανε: “Κόψτε αυτήν τη γάτα!”» θα πει ευθέως στον γράφοντα μερικά χρόνια αργότερα. Όπως φαίνεται, το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής της ήταν αναπόφευκτο να διχάσει τους έλληνες ακροατές στη δεκαετία του 1950. Όμως, αυτό το ηχόχρωμα θα αποτελέσει και το εφαλτήριο για να σαγηνεύσει στη συνέχεια όλη την υφήλιο…


Στην αρχή της καριέρας της η Μαρία Κάλλας θα τη συμβουλεύσει: «Ακολούθησε το ένστικτό σου. Είναι προτιμότερο να γίνεις μια άριστη τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού παρά μια μέτρια τραγουδίστρια της όπερας». Κι εκείνη θα ακολουθήσει πιστά τη συμβουλή της. «Εσύ από εδώ και πέρα θα πρέπει να ξεπερνάς τον εαυτό σου» θα της πει τότε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Κι εκείνη θα παραδεχτεί χρόνια μετά πως «τα λόγια του στάθηκαν σαν φάρος στη ζωή μου».

«Με τη Νάνα πηγαίναμε μαζί στο ωδείο, πριν γίνει ό,τι έγινε», θυμάται σήμερα ο δεύτερος ξάδερφός της και γνωστός μουσικοσυνθέτης Γιώργος Κατσαρός. «Εγώ συνεργάστηκα μαζί της κάποια στιγμή, όταν –το 1961, νομίζω– έπρεπε να δώσω εξετάσεις, για να γίνω ένας από τους μαέστρους του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, και ήρθε και τραγούδησε η Νάνα! Με βοήθησε πολύ τότε! Έτσι ηχογράφησα το Μια Μέρα Ακόμα” και το Κοντέσσα-Κοντεσσίνα μου”, που τραγούδησε εκείνη».


Η Νάνα Μούσχουρη δεν θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη συνάντησή της με τον Μάνο Χατζιδάκι και, χάρη σ’ αυτόν, τη γνωριμία της με τον Νίκο Γκάτσο: «Όταν ήρθε κάποιος στη Ραδιοφωνία να με πληροφορήσει ότι ο κύριος Χατζιδάκις με άκουσε να τραγουδώ περνώντας έξω από το σπίτι μου και θα ήθελε να με συναντήσει, έπεσα απ’ τα σύννεφα. Τι μπορούσε να θέλει από μένα εκείνος που είχε όλη την αθηναϊκή πρωτοπορία γύρω του; […] Πήγα με ανυπομονησία να τον βρω στο στούντιο του πολυμήχανου βασιλιά της Φίνος Φιλμ, του Φιλοποίμενα Φίνου. Μια μεγάλη άδεια αίθουσα με σκηνικά κι ανθρώπους μαζεμένους στην άκρη, με ένα όρθιο πιάνο στη μέση και δίπλα να στέκεται ο Μάνος. […] “Καλώς τη!” μου χαμογέλασε και φάνηκαν τα σπασμένα του δόντια, που δεν είχε φτιάξει ακόμα, μα κράτησα μόνο τη γλύκα της έκφρασής του. Και, πριν προλάβω να απαντήσω, ανάγγειλε σε όλους ότι θα ακούσουν την πιο καταπληκτική φωνή που είχε ακούσει τελευταία. “Αυτό ήταν το ταλέντο που μας έλεγες;” του είπε ο Φίνος που καθόταν πιο κει. […] Έπαιζε κιόλας τη μελωδία τού “Πίσω απ’ τις Τριανταφυλλιές” και με καλούσε να τον ακολουθήσω. “Λοιπόν”, μου ανάγγειλε, “θα το μάθουμε και θα το τραγουδήσεις στην καινούργια ταινία”. Ούτε που ρώτησα αν ήταν κωμωδία ή δράμα. Η καρδιά μου χόρευε σαν σε μιούζικαλ. Θα το έκανα οπωσδήποτε. Άλλωστε, ήθελα να τον ικανοποιήσω που με διάλεξε. Έτσι άρχισε η συνεργασία μας. […] Το δεύτερο τραγούδι ακολούθησε τρίτο και μια μέρα εκείνος πρότεινε να κάνουμε ένα δίσκο μαζί. Κόντεψα να λιποθυμήσω. Ο κόσμος του ήταν πια λιγότερο κρυφός, και όμως περισσότερο μαγικός. Είχε αρχίσει να με καλεί στο καφενείο του “Φλόκα”, και πλάι του άρχισα να γνωρίζω τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Αθήνας εκείνου του καιρού. Ο Νίκος Γκάτσος ξεχώριζε ανάμεσά τους. Ήταν ο καλύτερός φίλος του, ο παρτενέρ του στο σοβαρό παιχνίδι της ποίησης και της διαλεκτικής, και σύντομα έγινε ο δεύτερος πατέρας μου, ο δάσκαλος της σκέψης, αλλά και της ψυχής μου, ο φίλος και ο αδερφός που δεν είχα». Ο μεγάλος στιχουργός-ποιητής, από την πλευρά του, θα πει για την πρώτη φορά που την άκουσε να τραγουδάει: «Αυτό το κορίτσι είναι ένα κορίτσι που ταξιδεύει... Μια τέτοια παράξενη εικόνα μού ήρθε στο νου, όταν είδα και άκουσα τη Νάνα για πρώτη φορά, πριν από χρόνια σε ένα παραθαλάσσιο νυχτερινό κέντρο της Αθήνας να τραγουδάει αμερικάνικα τραγούδια με την ορχήστρα. Δεν ήξερα τότε ποια ήταν, ούτε πως τη λέγανε, αλλά η φωνή της και το ζεστό συμπαθητικό της πρόσωπο, μαζί με την εικόνα του καραβιού που ταξίδευε, έμειναν για πολύ καιρό χαραγμένα στη μνήμη μου. Πού να φανταστώ ότι ένα χρόνο αργότερα θα της έγραφα τα λόγια για το πρώτο τραγούδι της στα ελληνικά και κατόπιν τα λόγια όλων σχεδόν των τραγουδιών που τραγούδησε στη μητρική της γλώσσα».


Με το «Κάπου Υπάρχει η Αγάπη μου», το 1959, η Νάνα Μούσχουρη θα κερδίσει το πρώτο βραβείο στο Πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. «Το “Κάπου υπάρχει η Αγάπη μου” ένωσε την καλλιτεχνική μας σχέση με τον Μάνο (Χατζιδάκι) με ένα πιο ανθρώπινο συναίσθημα. Όταν ο στίχος έλεγε: “Κι όταν τη βρω, σ’ τ’ ορκίζομαι πως θα ντυθώ μες στ’ άσπρα”, εκείνος με οδηγούσε παίζοντας στο πιάνο και μου ζητούσε με ένταση να φωνάξω, να σπαράξω, να σπάσει η φωνή μου. Προσπαθούσα να ανταποκριθώ στις προσδοκίες του, με την ελπίδα ότι θα τον ικανοποιήσω τόσο, που στο τέλος θα κλάψουμε μαζί από χαρά».

Αν ένα τραγούδι, όμως, έμελλε να σφραγίσει περισσότερο τη συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι (και τον Νίκο Γκάτσο), αυτό είναι το αριστουργηματικό «Χάρτινο το Φεγγαράκι», με το οποίο επιλέγει σήμερα να κλείνει κάθε συναυλία της. Η ίδια θα ομολογήσει: «Δεν ήμουν η πρώτη που το τραγούδησα. Δηλαδή, είχε γραφτεί για το θεατρικό έργο “Λεωφορείον ο Πόθος” και ήταν η Μελίνα (Μερκούρη) που το πρωτοτραγούδησε. Και, μάλιστα, το μοιράστηκα, σε όλη μου τη ζωή, μαζί της!». Προσθέτοντας, όμως: «Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτό το τραγούδι γράφτηκε για μένα, και από στίχο και από μουσική. Γιατί είναι κάτι, είναι μια αλήθεια, είναι ένα φως –μπορώ να πω–, μια φιλοσοφική συναισθηματικής σκέψης, την οποία ακολουθώ σε όλη μου τη ζωή…»


Αν και τυπικά δεύτερη ερμηνεύτρια στο «Χάρτινο το Φεγγαράκι», θα είναι ουσιαστικά πρώτη στα θρυλικά «Παιδιά του Πειραιά». Η ίδια θυμάται: «Ο Μάνος (Χατζιδάκις) καθόταν στο πιάνο γεμάτος οίστρο και δημιουργική ζωντάνια, με το τσιγάρο στο τασάκι και τον καφέ δίπλα. […] “Τι στέκεσαι;” μου είπε. “Έλα κοντά. Έχουμε δουλειά!”. Και αμέσως μου ζήτησε να αρχίσω να τραγουδώ μαζί του τα πρώτα μέτρα μιας μελωδίας που δημιούργησε ακριβώς εκείνη τη στιγμή – μια μελωδία ολόδική του, κι όμως τόσο λαϊκή, χαρούμενη και γλυκόπικρη, σαν τη χαρά της ζωής. “Και τώρα πες: Απ’ το παράθυρό μου στέλνω...”, με παρότρυνε αδημονώντας. Κι έπειτα, “Θαυμάσια! Θαυμάσια!” αναφωνούσε καθώς με άκουγε να τον σιγοντάρω. Κι όταν βεβαιώθηκε ότι αυτό ήταν, ότι είχε πια ανακαλύψει το τραγούδι που του έλειπε, έτρεξε να τηλεφωνήσει στη Μελίνα (Μερκούρη) και στον Ντασέν, που θα κατέφθανε λίγο αργότερα μαζί της, με το σακάκι πάνω από τις παντόφλες του. Καθίσαμε όλοι γύρω από το πιάνο και ο Μάνος έπαιξε το “Ποτέ την Κυριακή” με ενθουσιασμό και αγαλλίαση. “Μάνο μου, είσαι σπουδαίος!” του είπε με όλη της την καρδιά η Μελίνα, ενώ ο Ντασέν γελούσε κοιτάζοντάς τους πίσω από το κάδρο που σχημάτιζε με τα δάχτυλά του, όπως συνηθίζουν οι σκηνοθέτες».

Εκ των υστέρων, θα παραδεχτεί ότι υπήρχε πάρα πολύ μεγάλος ανταγωνισμός με την Αλίκη (Βουγιουκλάκη) και τη Μελίνα (Μερκούρη) για τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι: «Ο Μάνος ήταν το κέντρο και όλες ξεροσταλιάζαμε ποιος θα τραγουδήσει το ωραιότερο τραγούδι. Αλλά η καθεμία ήθελε να είχε την πρωτιά! Ότι εκείνη το τραγουδάει πρώτα!»


Μια εμφανής πικρία θα μείνει χαραγμένη για πάντα στην καρδιά της από τη συμπεριφορά του Μίκη Θεοδωράκη στην ηχογράφηση του «Επιταφίου» του Γιάννη Ρίτσου. «Είχαμε ηχογραφήσει έξι από τα οκτώ τραγούδια του έργου, όταν μια μέρα ο Θεοδωράκης, ο Ρίτσος κι οι φίλοι τους δεν ήρθαν. Ήμουν η πρώτη που απόρησε, αλλά ο Μάνος (Χατζιδάκις) είπε αθώα ότι μπορεί να τους παρουσιάστηκε κάποια δουλειά και θα αρχίζαμε χωρίς αυτούς. Την επόμενη που θα τελειώναμε θα ακούγαμε μαζί όλα τα τραγούδια. Όμως, και την επόμενη βραδιά δεν ήρθε κανείς από τους θεοδωρακικούς. Αυτή τη φορά ο Μάνος έδειχνε ανήσυχος και εκνευρισμένος. Αργότερα, στον “Φλόκα”, επιβεβαιώσαμε αυτό που αρνιόμασταν ως τότε να πιστέψουμε: Ο Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής της Columbia και ανταγωνιστής του Πατσιφά, που δεν είχε καταφέρει ως τότε να πείσει τον Μάνο να έρθει στη δική του εταιρεία, είχε αρχίσει να συνεργάζεται με τον Θεοδωράκη για μια άλλη εκδοχή του “Επιταφίου”, με το μπουζούκι του Μανόλη Χιώτη και ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση! Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μίκης είπε δημόσια ότι πήρε αυτήν την απόφαση, διότι στη δική του εκδοχή δεν θα τραγουδούσε το κορίτσι του σαλονιού, αλλά θα ήταν “ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του Μπιθικώτση”».


Η διεθνής της καριέρα θα ξεκινήσει ουσιαστικά το 1960, όταν θα συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Μεσογειακού Τραγουδιού στη Βαρκελώνη, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο με το τραγούδι του Κώστα Γιαννίδη «Ξύπνα, Αγάπη Μου». Την επόμενη χρονιά, η εταιρεία παραγωγής του γερμανικού ντοκιμαντέρ «Ελλάς, η Χώρα των Ονείρων» θα καλέσει τον συνθέτη και την ερμηνεύτρια των τραγουδιών του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Ο Μάνος Χατζιδάκις θα αρνηθεί και θα ζητήσει ευθέως από τη Νάνα Μούσχουρη να πράξει το ίδιο. Εκείνη, όμως, θα κάνει την «πρώτη επανάσταση στον αγαπημένο της μέντορα» και θα πάρει το αεροπλάνο για το Βερολίνο. Οι γερμανικές εφημερίδες της εποχής θα την αποκαλέσουν «Φωνή της Νοσταλγίας», ενώ ο πρώτος της δίσκος στη Γερμανία, το «Weisse Rosen aus Athen» (γερμανική διασκευή του «Σαν Σφυρίξεις Τρεις Φορές») δεν θα τη φιλοξενήσει στο εξώφυλλο! Μισό αιώνα σχεδόν μετά, θυμάται: «Παρακολουθούσα έκπληκτη τη φωνή μου να αποκτά δύναμη μεγαλύτερη από μένα. Πόσω μάλλον που δεν ήμουν και τόσο ευχάριστη να με βλέπει κανείς. Έτσι εξήγησα και την απόφαση των παραγωγών να βάλουν στο εξώφυλλο του single όχι τη δική μου φωτογραφία, όπως συνηθιζόταν, αλλά μιας όμορφης κοπέλας με γαλάζιο μαντίλι κι ένα λευκό τριαντάφυλλο μπροστά στον Παρθενώνα. Από εκείνη τη στιγμή το κοινό με ταύτισε με αυτό το λουλούδι και την Ελλάδα».


Η Νάνα Μούσχουρη θα γίνει έτσι μια από τις περισσότερες δημοφιλείς τραγουδίστριες στη Γερμανία. Η ίδια η Μάρλεν Ντίτριχ θα την αποκαλέσει «αηδόνι», αφήνοντας σημειώματα με το κραγιόν της πάνω στον καθρέφτη των θεάτρων, όπου θα εμφανιστεί κι εκείνη! Στη Γαλλία, όμως, θα κερδίσει τις πιο σημαντικές διακρίσεις. Το 1986, με πρόταση του υπουργού Πολιτισμού Ζακ Λανγκ, θα ανακηρυχτεί Ιππότης των Τεχνών και των Γραμμάτων από τη γαλλική κυβέρνηση. Το 1997, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζακ Σιράκ θα τη χρίσει Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Και το 2003 ο δήμαρχος του Παρισιού Μπερτράν Ντελανοέ θα της απονείμει το Μετάλλιο της Πόλης.

Υπό αυτό το πρίσμα, προκαλεί εντύπωση που δεν θα συνεργαστεί ποτέ με τον Γιάννη Σπανό, επίσης πολύ δημοφιλή στη Γαλλία. Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης θα λύσει την απορία στον γράφοντα: «Είχα πάει σπίτι της στη Γαλλία και της παρουσίασα το “Πες πως μ’ αντάμωσες”, πριν το δώσω στον Σταμάτη Κόκκοτα. Αλλά ο άντρας της –ήταν ο Πετσίλας τότε, ο κιθαρίστας– δεν με δέχτηκε. Δηλαδή, δεν τους άρεσε και δεν ξαναπήγα στη Νάνα! Ενώ τραγούδησε Μούτση, εμένα δεν με τραγούδησε ποτέ... Εγώ δεν της κρατάω κακία!».


Σε όλη της τη ζωή θα υπερασπιστεί την εικόνα της, χωρίς να παρασυρθεί από κανέναν image maker. «Όλοι της δουλειάς μού είπαν να γίνω ξανθιά και να βγάλω τα γυαλιά. Εγώ πίστευα, όμως, ότι για να πετύχεις δεν πρέπει να κάνεις συμβιβασμούς, να αποκτήσεις ένα look… Τους συμβιβασμούς τούς κάνουμε για πιο σοβαρά πράγματα, όχι για να έχουμε επιτυχία. Είναι πολύ σπουδαίο να σε αποδεχθεί ο κόσμος όπως είσαι. Και αυτό ήταν η πιο μεγάλη μου ανάγκη στη ζωή. Σήμερα μου λένε “μα είχατε το look”, εννοώντας τα γυαλιά, τα μαύρα μαλλιά. Μα, αυτό είμαι εγώ. Δεν είναι look. Πάντοτε ήθελα να είμαι εγώ. Το 1967 εμφανίστηκα στη σκηνή του “Olympia” στο Παρίσι έγκυος. Σήμερα οι γυναίκες δείχνουν την κοιλιά τους, αλλά τότε αυτό δεν ήταν αποδεκτό.»


Στις σχέσεις της με τους άντρες θα παραδεχτεί ότι ήταν πολύ δειλή. «Δεν ξέρω αν οφείλεται σε κάποιο σύνδρομο λόγω της φυσικής μου παρουσίας. Δεν τολμούσα να εκφραστώ. Οι άντρες που παντρεύτηκα με διάλεξαν: και ο πρώτος μου άντρας, ο Γιώργος Πετσίλας, και ο τωρινός, ο Αντρέ Σαπέλ, που ήταν από πάντα παραγωγός μου. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι δεν θα ερωτευόμουν κάποιον που δεν είναι στη μουσική. Η μουσική, όπως και η σκηνή, είναι το σύνορό μου στη ζωή».

Στην πραγματικότητα, η μουσική θα αποτελέσει και τον λόγο του διαζυγίου από τον πατέρα των παιδιών της, Γιώργο Πετσίλα. «Όταν ο πρώην σύζυγός μου μού ζήτησε να παρατήσω το τραγούδι ή να συνεχίσω την καριέρα μου στην Ελλάδα και να ζήσουμε εδώ με τα παιδιά μας, χωρίσαμε. Και με τον Αντρέ Σαπέλ, τον δεύτερο άντρα μου, αγαπηθήκαμε πάρα πολύ, αλλά και εκεί ξεκίνησε η σχέση με μια πολύ μεγάλη φιλία. Με παρηγόρησε που ήμουν μόνη μου. Ήταν μόνος του και εκείνος τότε. Πάνω στη δουλειά ερωτευτήκαμε. Μαζί είμαστε από το 1975 – 1976, που χώρισα. Είναι ο παραγωγός μου, με εκείνον έκανα τα πάντα».


Τον Ιούλιο του 1984 θα επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από δύο δεκαετίες θριάμβων στο εξωτερικό, για δύο ιστορικές συναυλίες στο κατάμεστο Ηρώδειο, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή και της υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη. «Οι στιγμές που υποκλινόμουν καθώς ο κόσμος στεκόταν όρθιος και με επευφημούσε είναι από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου. Η πατρίδα μου με είχε και πάλι αποδεχτεί και αγαπήσει. Μια τέτοια βραδιά θα ήθελα να αποχαιρετήσω το τραγούδι. Μια τέτοια βραδιά θα μπορούσα να αποχαιρετήσω τη ζωή» θα εξομολογηθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη εκπρόσωπος του ελαφρού τραγουδιού που φιλοξενήθηκε στο Ηρώδειο, δεδομένου ότι μέχρι το 1984 επιτρέπονταν μόνο παραστάσεις όπερας.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004, δεν θα συμμετάσχει, με έκδηλη πικρία: «Μόνο σε μια περίπτωση ζήτησα κάτι: να είμαι κι εγώ παρούσα στη μεγάλη γιορτή όπου η πατρίδα μου φορούσε τα καλά της. Να συμμετάσχω στην τελετή έναρξης ή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. […] Όμως η Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής και ο καλλιτεχνικός διευθυντής των τελετών έναρξης και λήξης μού απάντησαν με υπεκφυγές. Δεν ταίριαζα, υποτίθεται, στο concept…»


Για τη γενικότερη προσφορά της στην Ελλάδα, θα πει: «Παρότι ερμήνευσα τους πιο σπουδαίους ευρωπαίους και αμερικανούς συνθέτες σε όλες τις γλώσσες, ποτέ δεν εγκατέλειψα τις δικές μας συνθέσεις και τους στίχους. Είμαι περήφανη για την προσφορά μου στην πατρίδα μου μέσα από τη μουσική. Τραγουδώ πάνω από σαράντα πέντε χρόνια ελληνικά τραγούδια σε πέντε ηπείρους. Ποιος άλλος το κατάφερε αυτό;»

Η ίδια θα ερμηνεύσει με τον εξής τρόπο τη διάρκειά της στο χρόνο: «Νομίζω ότι ένας από τους λόγους που άντεξα τόσα χρόνια στο τραγούδι ήταν γιατί πέτυχα να εξελίσσομαι δίχως να αλλάζω. Η προσωπικότητά μου ήταν ίδια, οι αξίες μου απαράλλαχτες, αλλά κατάφερνα να προσαρμόζω τη φωνή μου στις απαιτήσεις κάθε είδους τραγουδιού, κάθε γλώσσας, κάθε ανθρώπου που καθρέφτιζε σ’ αυτό την προσωπική του ιστορία, είτε τη ζούσε στο Άμστερνταμ είτε στο Σαντιάγο».


Τον Ιούλιο του 2008 θα ολοκληρώσει την αποχαιρετιστήρια περιοδεία της στο παγκόσμιο κοινό της με δύο συναυλίες στο Ηρώδειο. «Ήταν ανάμικτα τα συναισθήματα. Συγκίνηση από τη μια, αλλά και κι ένας κόμπος στην ψυχή, σαν να ανεβαίνω στο διάδρομο του τέλους. Εκείνη την ώρα έλεγα στον εαυτό μου: Στήριγμά σου είναι η αγάπη του κόσμου κι εσύ τώρα θα την απαρνηθείς;» θα εκμυστηρευτεί αρκετούς μήνες αργότερα.

Με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 300 εκατομμύρια δίσκους, η Νάνα Μούσχουρη παραμένει μέχρι σήμερα η δεύτερη πιο εμπορική τραγουδίστρια όλων των εποχών στον κόσμο –με πρώτη τη Μαντόνα– και η μόνη που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις τους Μπιτλς και τον Έλβις Πρίσλεϊ

«Εάν πρόκειται να ξαναγυρίσω απ’ την αρχή και να ξαναζήσω μια ζωή, θα ήθελα να τη ζήσω ακριβώς με τον ίδιο τρόπο». Αυτή η δήλωση της είναι η καλύτερη κατακλείδα για το αφιέρωμά μας. Χρόνια της πολλά!

Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα και φωτογραφίες από το βιβλίο των εκδόσεων Λιβάνη «Το όνομά μου είναι Νάνα» (2007), το βιβλίο των εκδόσεων Κάκτος «Μίμης Πλέσσας» (1996), το πρόγραμμα των συναυλιών «Nana Mouskouri: The Farewell World Tour» (2004), το booklet του cd της Universal Music «Gloria Eterna» (2003), τις τηλεοπτικές εκπομπές της ΕΡΤ «Οι Έλληνες» (2000), «Οι φίλοι μου» (2001) και «Ουδείς Αναμάρτητος» (2006), το αρχείο συνεντεύξεων της Νάνας Μούσχουρη στον Τύπο που διατηρεί ο Στέλιος Κοντέας και τις συνεντεύξεις των Μίμη Πλέσσα, Γιάννη Σπανού και Γιώργου Κατσαρού στον τελευταίο. 


Το μεγαλύτερο μέρος του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «People» που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» την 1η Νοεμβρίου 2015.